Skip to content

Η έναρξη της διαδικασίας για την απόκτηση κωδικού για την κατάθεση ηλεκτρονικού μηχανογραφικού από τους υποψηφίους για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, στις 19 του μηνός, σε συνδυασμό με την έναρξη των πανελλαδικών εξετάσεων στα ειδικά μαθήματα, με το μάθημα των Αγγλικών, στις 17, φέρνει στην επικαιρότητα το ζήτημα της αναγκαιότητας, αλλά και της χρησιμότητας των εξετάσεων αυτών, οι οποίες θα πρέπει να αποτελούν μοναδικό φαινόμενο στα παγκόσμια χρονικά. Πραγματικά, δεν γνωρίζω άλλη χώρα στον κόσμο όπου οι εξετάσεις για την εισαγωγή στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα να έχουν τόσο μεγάλη σημασία, ώστε να έχουν μπει στο επίκεντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής (οι εκλογές ορίστηκαν σε ημερομηνίες που δεν θα επηρέαζαν τις πανελλαδικές εξετάσεις), αλλά και να ρυθμίζουν σχεδόν από μόνες τους την πολιτική που θα ακολουθηθεί για το σύνολο της εκπαίδευσης στη χώρα! Αυτό το τελευταίο το έχει δημοσίως παραδεχτεί ο πρώην πρωθυπουργός,  πρόεδρος της Ν.Δ. και εκ νέου υποψήφιος πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης. Όπως αναφέρει η εκπαιδευτική ιστοσελίδα «e-sos» , σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», ο κος Μητσοτάκης δήλωσε: «Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή εύκολη απάντηση στο πώς μπορούμε να αναβαθμίσουμε ουσιαστικά το Λύκειο κρατώντας ταυτόχρονα και τον θεσμό των Πανελλαδικών στον οποίο εγώ επιμένω πάρα πολύ. Παρά το πρόσθετο κόστος για τις οικογένειες οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι ένας αδιάβλητος αξιοκρατικός και αποτελεσματικός μηχανισμός ένας ιμάντας κοινωνικής κινητικότητας. Τα παιδιά που πετυχαίνουν που αριστεύουν προέρχονται από όλα τα στρώματα της κοινωνίας Παιδιά από οικονομικά αδύναμες οικογένειες μπαίνουν σε πολύ καλές σχολές και αποκτούν προοπτική για ένα λαμπρό μέλλον».

Η θέση αυτή του κου Μητσοτάκη αντανακλά δύο πραγματικότητες που, δυστυχώς, λειτουργούν ως τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού, αναβάθμισης και εξέλιξης της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα Λύκεια, αλλά και ακόμη και στα Γυμνάσια. Η πρώτη πραγματικότητα σχετίζεται με την αντίληψη που διαχρονικά κυριαρχεί στην κοινωνία μας για το ρόλο της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και την οποία έχει διεξοδικά αναλύσει εδώ και περίπου 45 χρόνια, το 1987, ο καθηγητής Γ. Μ. Σηφάκης, σε άρθρο του στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», χωρίς, δυστυχώς, να έχει διαφοροποιηθεί σε κάτι η πραγματικότητα από τότε. Παρατηρούσε το 1987 ο καθηγητής: «Το ιδανικό του νεοέλληνα (σ.σ. το 19ο αι.) έγινε η μεταμόρφωσή του από ανατολίτη σε Ευρωπαίο, ο μετασχηματισμός του από χωρικό σε αστό, η ανέλιξη και ένταξή του στην αρχικά ολιγάριθμη τάξη των μη χειρωνακτών αστών, που συνέπιπτε σε μεγάλο βαθμό με την άρχουσα τάξη του νεοσύστατου κράτους. Η μέθοδος και ο τρόπος για την επίτευξη της ποθητής κοινωνικής μεταμόρφωσης ήταν η εκπαίδευση, η εγγραμματοσύνη, τα “γράμματα”. […] Για όποιον τα αποκτούσε, τα “γράμματα” του εξασφάλιζαν την ένταξή του στην αστική τάξη, μια θέση στην κρατική διοίκηση, ένα επάγγελμα στην πρωτεύουσα του νομού ή την πρωτεύουσα του κράτους, πράγματα που τον διαφοροποιούσαν ριζικά από όποιους δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. […]Σε τελευταία ανάλυση, το πανεπιστήμιο δεν απένειμε απλώς επαγγελματικά διπλώματα, αλλά τίτλους για μιαν επιτυχημένη κοινωνική σταδιοδρομία. […]  Μάλλον αργά, βέβαια, και όχι γρήγορα, αλλά είναι αποδεδειγμένο ότι, ενώ οι πτυχιούχοι παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας από τους απόφοιτους της μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ως την ηλικία των τριάντα ετών, μετά την ηλικία αυτή τα πράγματα αλλάζουν και οι πτυχιούχοι των ανωτάτων σχολών φαίνονται να τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα από τους άλλους σε μιαν αγορά εργασίας που κυριαρχείται από το κράτος ως μεγαλοεργοδότη. Το μήνυμα, λοιπόν, που δέχεται η μέση αστική ή αγροτική οικογένεια είναι ότι οι πτυχιούχοι μπορεί να αργούν αλλά τελικά βρίσκουν μόνιμη δουλειά, επομένως αξίζει τον κόπο να επενδύσουν ένα σημαντικό μέρος του οικογενειακού εισοδήματος για την εκπαίδευση των παιδιών τους».

Η δεύτερη πραγματικότητα αφορά την ίδια τη διαδικασία των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Εξετάσεις αυτές αποτελούν ίσως το μοναδικό σημείο όπου συμφωνούν άπαντες (κόμματα, κοινωνικοί φορείς, ΜΜΕ κ.λπ.), διαχρονικά και χωρίς αποκλίσεις. Το αδιάβλητο των εξετάσεων είναι αδιαμφισβήτητο, ενώ προβάλλονται και ως απολύτως αντικειμενικές και αξιοκρατικές. Προφανώς και δεν τίθεται θέμα για το αδιάβλητο, ωστόσο έχω εκφράσει και παλαιότερα τη διαφωνία μου ως προς την αντικειμενικότητα και τον αξιοκρατικό χαρακτήρα τους. Επιπλέον, με την ίδια τους την ύπαρξη δεν επιτρέπουν την αναθεώρηση των συγγραμμάτων, του τρόπου εξέτασης αλλά και των μεθόδων διδασκαλίας στο Λύκειο και κατά ένα μέρος και στο Γυμνάσιο, με αποτέλεσμα το σχολείο του 2023 να παραμένει προσκολλημένο σε τακτικές διδασκαλίας, μάθησης, εξέτασης και αξιολόγησης που έχουν σχεδιαστεί και διαμορφωθεί 50 χρόνια πιο πριν!! Οι πανελλαδικές εξετάσεις αποτελούν μια σύλληψη των μεταρρυθμιστών του 1977 που ανταποκρινόταν στις ανάγκες τις τότε εποχής. Χρειαζόταν ένα αδιάβλητο σύστημα και ταυτόχρονα μια διαδικασία που δεν θα απέκλειε εκ των προτέρων κανέναν από την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό, όμως, ίσχυε τότε που η χώρα όχι μόνο είχε ανάγκη, αλλά, κυρίως, μπορούσε να απορροφήσει σχεδόν όλο το επιστημονικό δυναμικό που παρήγαγαν τα πανεπιστήμιά της. Εδώ και σαράντα τόσα χρόνια βάζουμε τα παιδιά μας να υφίστανται ένα εξουθενωτικό (τόσο για την ψυχολογία τους όσο και για τη σωματική τους κατάσταση) πρόγραμμα με στόχο την επιτυχία στις πανελλαδικές εξετάσεις και την είσοδό τους στα πανεπιστήμια. Κάποτε αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση των εισαγομένων, τώρα όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Παράλληλα η Μέση Εκπαίδευση έχει μετατραπεί σε «υπηρέτρια» της Ανώτατης («θεραπαινίδα» την είχε αποκαλέσει ο εγκυρότερος ίσως ιστορικός της εκπαίδευσης, Αλέξης Δημαράς), με σχεδόν  μοναδικό στόχο την είσοδο στα πανεπιστήμια. Έτσι το απολυτήριο Λυκείου έχει χάσει την ουσιαστική του αξία, οι σπουδές στο Γυμνάσιο και το Λύκειο σχεδόν απαξιώνονται και όλοι ψάχνουν να βρουν τι φταίει ρίχνοντας το φταίξιμο στους κακούς ή αδιάφορους (τάχα μου) καθηγητές ή στους τεμπέληδες ή αδιάφορους μαθητές, ενώ στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι εντελώς διαφορετικό.

Η λύση απαιτεί θαρραλέες αποφάσεις, διακομματική συναίνεση και σχεδιασμό. Προϋποθέτει διαρκή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, αξιολόγηση του έργου τους αξιοκρατικά και χωρίς αποκλεισμούς, κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων και ενίσχυση του θεσμού του απολυτηρίου Λυκείου με πιστοποίηση των γνώσεων που αποκτούν οι μαθητές σε βασικά γνωστικά αντικείμενα (ξένη γλώσσα, υπολογιστές, ελληνική γλώσσα για παράδειγμα), αξιοπρεπείς μισθούς στους εκπαιδευτικούς, αναβάθμιση της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, επιστημονικά δομημένο σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό και αναδιάταξη του χάρτη των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων της χώρας. Αλλά, μάλλον, όλα αυτά αποτελούν κυριολεκτικά όνειρο θερινής νυκτός.