Skip to content

Είναι πραγματικά σαν μια ειρωνεία της τύχης το γεγονός ότι ο πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς στην Παλαιστίνη και κυρίως τη λωρίδα της Γάζας (ο οποίος, να σημειώσω, δεν είναι δυστυχώς ο πρώτος, με πιο πρόσφατα τα θλιβερά γεγονότα του 2014), συμβαίνει 30 χρόνια μετά τις συμφωνίες του Όσλο, το 1993, που οδήγησαν στην αμοιβαία αναγνώριση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης από το Ισραήλ, του Κράτους του Ισραήλ από την ΟΑΠ του Γιασέρ Αραφάτ και την εγκαθίδρυση και αμοιβαία αναγνώριση της Ανεξάρτητης Παλαιστινιακής Αρχής. Θυμίζω ότι πρωθυπουργός του Ισραήλ, τότε, ήταν ο Γιτζάκ Ράμπιν ο οποίος, μαζί με τον Γιασέρ Αραφάτ και τον Υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ, Σιμόν Πέρες, είχε τιμηθεί για την επιτυχία αυτή με το βραβείο Νόμπελ ειρήνης το 1994. Δυστυχώς, η νηφάλια φωνή και παρουσία του Γιτζάκ Ράμπιν (ο οποίος είχε γεννηθεί στην Ιερουσαλήμ πριν την ίδρυση του Ισραηλινού κράτους και είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός στον Ισραηλινό στρατό, άρα είχε γνωρίσει τη φρίκη του πολέμου εκ του σύνεγγυς) έσβησε όταν ο ίδιος δολοφονήθηκε το 1995 από Ισραηλινό εξτρεμιστή ο οποίος θεωρούσε προδοσία τη συμφωνία με τους Παλαιστίνιους και την εγκαθίδρυση μιας ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών.

Θεωρώ περιττό να υπενθυμίσω ότι πρόκειται για μια πολύπαθη περιοχή όπου οι συγκρούσεις μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων ανάγονται ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν, μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το Ισραήλ πέτυχε την εγκαθίδρυση ανεξάρτητου Ισραηλινού κράτους στην περιοχή. Από τότε οι συγκρούσεις μαίνονταν με ιδιαίτερη σφοδρότητα, μέχρι που το λουτρό αίματος εκατέρωθεν, σε συνδυασμό με την ισορροπία που επιθυμούσαν να έχουν οι μεγάλες δυνάμεις στην περιοχή, οδήγησε στις συνομιλίες του 1993 και σε μια πρώτη συμφωνία για το στάτους της περιοχής με αυτονομία των Παλαιστινίων. Φαίνεται όμως ότι τα βάσανα στην πολύπαθη αυτή περιοχή δεν έχουν τέλος, καθώς οι θερμοκέφαλοι φανατικοί (τόσο από τη μία, όσο και από την άλλη πλευρά) αποφάσισαν να τραβήξουν το πράγμα στα άκρα. Το κακό είναι ότι, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν την πληρώνουν εκείνοι που φταίνε και τραβούν το σκοινί ώσπου να σπάσει, αλλά οι αθώοι και ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά.

Israel Palaistine

Δεν θέλω να σταθώ εδώ στο κατά πόσον η λογική της βίας θα πρέπει ή όχι να υπερισχύει της λογικής και της διαλλακτικότητας. Θεωρώ ότι η βία δεν αποτελεί φυσική προδιάθεση των ανθρώπων, από τη στιγμή που οι ίδιοι επέλεξαν να ζουν σε κοινωνίες για να εξασφαλίσουν την ίδια τους την επιβίωση απέναντι στ’ άγρια θηρία, αλλά και στις καιρικές αντιξοότητες. Επομένως δεν αποτελεί λογική επιλογή, η επιλογή της αλληλοεξόντωσης των ανθρώπων για οποιονδήποτε λόγο, όσο ευγενικός ιδεολογικά κι αν προσδιορίζεται. Εκτιμώ ότι ο άνθρωπος που συνειδητά επιλέγει τη βία για να δηλώσει τη θέση του ή για να εκφράσει τη διαμαρτυρία του, το κάνει κυρίως επειδή έχει φτάσει σε απόλυτη ένδεια λογικής και κυριαρχείται από τα ένστικτά του, ειδικότερα δε το ένστικτο της κυριαρχίας ή της επιβίωσης. Συνεπώς δεν θα έπρεπε να υπάρχουν άνθρωποι που θα ενεργούσαν βίαια με την προοπτική όχι μόνο να βλάψουν άλλους, αλλά και να καταστρέψουν τον ίδιο τους τον εαυτό.

Εδώ είναι που έρχεται να αναρωτηθεί κανείς όχι μόνο τα «γιατί» της υποθέσεως (γιατί εκεί, γιατί από αυτούς, γιατί με τα συγκεκριμένα θύματα, γιατί στη συγκεκριμένη χώρα και όχι σε άλλη κ.λπ.), αλλά και τα «πώς». Και αν ασχοληθεί κυρίως με τα δεύτερα, θα καταλήξει σε εξαιρετικά ανησυχητικές διαπιστώσεις. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς τι μπορεί να ώθησε τους ακραίους εκπροσώπους και των δύο πλευρών να επιλέξουν την πολεμική σύγκρουση και όχι μια ειρηνική συνύπαρξη με όλα τα αγαθά που μπορεί να προσφέρει. Η απλούστερη απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι, βεβαίως, ο φανατισμός. Οπωσδήποτε ο φανατισμός ωθεί τους ανθρώπους σε παρακινδυνευμένες ενέργειες και μάλιστα σε πολύ βίαιες, μερικές φορές. Όπως παρατηρεί ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «ο φανατισμός είναι μια παραγωγική επένδυση των καιροσκόπων, των μηχανορράφων και των εκμεταλλευτών της ανθρώπινης καλοπιστίας ή και αφέλειας• αφέλειας που φτάνει συχνά ίσαμε τα σύνορα της ηλιθιότητος. […] Τα πλήθη, όταν φανατίζονται από τους επιδέξιους σκηνοθέτες των ιερών πολέμων ή των «επικών» εξορμήσεων, είναι πάντα ετερόφωτα, άβουλα και καταστροφικά. […] Οι φανατικοί όποιας μορφής είναι οι μεγάλοι εγκληματίες που έσπειραν τον όλεθρο απάνω στη γης και σπίλωσαν ανεξίτηλα το νόημα του ανθρώπου».

Palaistini Diadilosi

Όμως, ένας άνθρωπος, όσο φανατισμένος κι αν είναι, δεν αφήνεται εύκολα να θυσιάσει τη ζωή του. Θα πρέπει αυτή η ζωή να έχει καταστεί αβίωτη σε τέτοιο βαθμό που να πιστεύει ειλικρινά ο μελλοθάνατος ότι δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίσει να τη ζει. Ποιος, αλήθεια, έχει διαμορφώσει με τον τρόπο αυτό τη ζωή των ανθρώπων στη συγκεκριμένη περιοχή; Μήπως είναι οι ίδιοι παράγοντες που οδηγούν τη νεολαία της Ευρώπης στην ανεργία, την εξαθλίωση, τη μετανάστευση, την αδυναμία να υποστηρίξει την αξιοπρέπειά της; Επαναλαμβάνω πως, αν θέλει κανείς στα σοβαρά να περιορίσει ή και να αποτρέψει ανάλογες συμπεριφορές, θα πρέπει να χτυπήσει το πρόβλημα στη ρίζα του, εξασφαλίζοντας αξιοπρεπή, ειρηνική και ήρεμη διαβίωση για όλους. Όσο κάτι τέτοιο δε συμβαίνει, τόσο οι φανατικοί κάθε μορφής θα μπορούν ανενόχλητα να προκαλούν τον πανικό.

Στην εποχή μας, θεωρούμε πολύ φυσικό να βλέπουμε νεκρά παιδιά στους δρόμους, αεροπλάνα να πέφτουν, πόλεις να βομβαρδίζονται, ομήρους να εκτελούνται, και ύστερα να συνεχίζουμε τις καθημερινές μας ενασχολήσεις σαν να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτε. Η υπερβολική έκθεση στην πληροφόρηση, στην εικόνα της βίας, η τακτική μας επαφή με σχετικά παιχνίδια στον υπολογιστή και η λογική του εντυπωσιασμού από όλους όσοι διαχειρίζονται τις ειδήσεις στην τηλεόραση, μας έχει «μπολιάσει» με ανοσία στην ευαισθησία. Ή μήπως όχι; Σε τέτοιες στιγμές είναι η ώρα να αποδείξουμε με συλλογική, συντονισμένη προσπάθεια ότι παραμένουμε άνθρωποι.

Δείτε εδώ κείμενα του κ. Κωσταβασίλη.