Skip to content

Οι προσφάτως ολοκληρωθείσες πανελλαδικές εξετάσεις έθεσαν, μέσω του θέματος της Έκθεσης στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, στο προσκήνιο το ζήτημα της μελέτης της Ιστορίας, κάτι για το οποίο γίνεται πολύς λόγος τελευταία, αν και, για να λέμε του λόγου το αληθές, δεν πρέπει να έχει υπάρξει εποχή με πιο ανιστόρητους μαθητές στην περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας. Τι είναι, όμως η ιστορία; Στην κοινή αντίληψη η Ιστορία ταυτίζεται με την εξιστόρηση, την αφήγηση, δηλαδή, συμβάντων τα οποία θεωρούνται αληθή. Αφορά, επομένως, το παρελθόν και τα γεγονότα που το συνθέτουν. Πέραν τούτου, όμως, η Ιστορία είναι κάτι συνθετότερο καθώς σχετίζεται και με το πώς αντιλαμβάνονται και αφηγούνται οι άνθρωποι μιας ορισμένης εποχής ό,τι θεωρούν σημαντικό, αλλά και πώς οι μεταγενέστερες κοινωνίες μιλούν για το ιστορικό παρελθόν. Έτσι μπορούμε βάσιμα να συμπεράνουμε ότι η Ιστορία αποτελεί μια πολιτισμική πρακτική, στο μέτρο που σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται το παρελθόν. Θα πρέπει, επίσης, να έχουμε κατά νου ότι η σύγχρονη ιστορία δεν αρκείται στην απλή παράθεση γεγονότων, αλλά στρέφεται στην υποδομή του γεγονότος, ώστε να επιτύχει την ουσιαστική σύλληψή του. Η Ιστορία έχει άρρηκτη σχέση με τον πολιτισμό,. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Φερνάν Μπροντέλ, οι έννοιες «κουλτούρα» και «πολιτισμός» σημασιοδοτήθηκαν διαφορετικά σε διαφορετικές χώρες, εξαιτίας της διαφορετικής ιστορίας τους και των συλλογικών αναπαραστάσεων του παρελθόντος που κυριαρχούσαν σ’ αυτές. Χωρίς να είναι σαφές αν ο Μπροντέλ ταυτίζει τις έννοιες του πολιτισμού και της ιστορίας, η τοποθέτησή του δείχνει αφενός μεν το πολυδιάστατο περιεχόμενο της έννοιας του πολιτισμού, αφετέρου δε την αναπόφευκτη σχέση του με την Ιστορία στο μέτρο που αυτός εξελίσσεται παράλληλα με την ανθρώπινη πορεία και το σύνολο των εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής.

Υπό το πρίσμα αυτό, αντιλαμβανόμαστε και γιατί θα πρέπει να μελετάμε την Ιστορία, εφόσον Ιστορία και Πολιτισμός περίπου ταυτίζονται. Ως Πολιτισμό ορίζουμε το σύνολο των υλικών και πνευματικών αγαθών μιας κοινωνίας, που μεταδίδεται διά μέσου των γενεών. Μπορεί να περιλαμβάνει τη γλώσσα ενός λαού, τον τρόπο ζωής του, τα έθιμα και τις παραδόσεις του, τις αξίες και τα πρότυπα, αλλά και εργαλεία, τεχνικές, υλικά αγαθά και γνώσεις. Έχει υποστηριχθεί ότι ο πολιτισμός, ουσιαστικά, είναι απλώς το σύνολο της καθημερινής ζωής, η ποιότητά της, το πώς διαμορφώνεται το περιβάλλον της, οι συνθήκες και ο χώρος εργασίας. Μ’ άλλα λόγια, θεωρείται από πολλούς ότι ο πολιτισμός είναι πιο πολύ ένα πολύπτυχο και πολυπρισματικό βίωμα που λειτουργεί ως μέρος της συλλογικής μνήμης των κοινωνιών. Έτσι ο πολιτισμός επιτρέπει στα μέλη της κοινωνίας να αναγνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά και να εντάσσονται στο κοινωνικό σύνολο, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα την ατομική τους ταυτότητα. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι ο πολιτισμός, ως έννοια, μπορεί να αντιμετωπιστεί και από κοινωνιολογικής πλευράς, καθώς συμβάλλει στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνοχής, οδηγώντας το άτομο σε τρεις ουσιαστικές λειτουργίες όσον αφορά τον προσδιορισμό της συλλογικής του ταυτότητας, δηλαδή την αναγνώριση του άλλου, την ένταξη στην κοινωνική ομάδα και τη συμμετοχή στις λειτουργίες της.

Να γιατί, λοιπόν, επιβάλλεται να μελετάμε την Ιστορία. Περισσότερο και από γνώση του παρελθόντος, άρα δυνατότητα αποφυγής λαθών και πρόληψης εσφαλμένων ενεργειών στο μέλλον, η Ιστορία μας οδηγεί στην πρόσληψη, την κατανόηση και την αποδοχή του πολιτισμού μας και, μέσω αυτού, στη συγκρότηση τόσο της συλλογικής, όσο και της ατομικής μας συνείδησης μέσα στην κοινωνία. Μέσα από την Ιστορία (και όλα της τα παρεπόμενα, Κοινωνική Ανθρωπολογία, Λαογραφία, Προφορική παράδοση, Αρχαιολογία, Κοινωνική ιστορία κ.ο.κ.) συγκροτούμε τα στοιχεία της συλλογικής μας ταυτότητας, αυτά ακριβώς που μας διαφοροποιούν από τους άλλους ανθρώπους και μας εντάσσουν στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας (οικογένεια, σόι, κοινότητα, δήμος, γένος, έθνος, πατρίδα κ.λπ.), που διατηρεί τα διαφοροποιητικά της χαρακτηριστικά, όχι για να περιχαρακωθεί αντιθετικά και εχθρικά προς τις υπόλοιπες, αλλά για να συγκροτηθεί ενοποιητικά στο εσωτερικό της και να μπορέσει, έτσι, να συνυπάρξει αρμονικά με όλες τις άλλες αντίστοιχες ομάδες χωρίς, ωστόσο, να καταπιεστεί και να ισοπεδωθεί από αυτές, πολύ περισσότερο αν οι άλλοι είναι ισχυρότεροι (στρατιωτικά, πολιτικά, οικονομικά). Κάπως έτσι οι Έλληνες κατάφεραν και επιβίωσαν ενώ βρίσκονταν υπό την κατοχή ισχυρότερων λαών (Ρωμαίοι, Οθωμανοί), ενώ κατάφεραν και μετέδωσαν το ελληνικό πνεύμα στο Βυζάντιο.

Η εποχή μας είναι εποχή των ευκολιών, της τεχνολογίας και της παγκοσμιοποίησης που προβάλλει ως περιττό ό,τι δεν είναι άμεσα χρήσιμο ή τεχνοκρατικό. Με το σκεπτικό αυτό, τα παιδιά μας δεν θεωρούν σκόπιμο να μαθαίνουν την ιστορία του τόπου τους, αφού δεν τους χρησιμεύει σε τίποτε, δεν έχει σχέση με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια βίας και αίματος που τα απασχολούν ολημερίς στα κινητά τους τηλέφωνα και στ πάσης φύσεως ηλεκτρονικά μαραφέτια (γκάτζετ στην νεοελληνικοεγγλική καθομιλούμενη), και στο κάτω-κάτω δεν είναι και αναγκαία, εφόσον στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία η εθνική συνείδηση φαντάζει περιττή. Εδώ, όμως, είναι η παγίδα της όλης υπόθεσης. Αν δεν έχεις συνείδηση της διαφορετικότητάς σου καταλήγεις να μη διαφέρεις σε τίποτε από την ομοιογενή μάζα που άγεται και φέρεται από κάθε λογής επιτήδειους. Η άμορφη μάζα, όσο εύκολα χειραγωγείται, άλλο τόσο εύκολα θυσιάζεται στο βωμό του κέρδους, της πολιτικής ανέλιξης, των συμφερόντων και πάει λέγοντας. Στην περίπτωση αυτή, συνήθως επιβιώνει ο ισχυρότερος. Στο πεδίο της μάζας οι Έλληνες βρισκόμαστε σε μειονεκτική θέση. Πλεονέκτημά μας είναι ο μακραίωνος πολιτισμός μας και η γλώσσα μας. Για να αξιοποιήσουμε αυτό το πλεονέκτημα χρειαζόμαστε την Ιστορία. Ας μην το απεμπολήσουμε για λίγες «χάντρες» και τεχνολογικά μπιχλιμπίδια.

Γράφει ο

Κώστας Κωσταβασίλης