Skip to content

Τα αποτελέσματα των εκλογών της περασμένης Κυριακής επικύρωσαν λίγο ή πολύ τα ήδη γνωστά αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μαΐου. Οι αναλύσεις, επομένως, όσον αφορά το μήνυμα των εκλογών σχετικά με την κατάταξη και την πολιτική απήχηση των κομμάτων έχουν ήδη δοθεί. Θα προσπαθήσω, όμως, από εδώ να δώσω μια πρώτη στατιστική προσέγγιση των εκλογών και να προσεγγίσω δύο φαινόμενα που θα μας απασχολήσουν, νομίζω, έντονα στο προσεχές διάστημα.

Ας ξεκινήσουμε από τα στατιστικά. Πολλά κρίθηκαν στην αυξημένη αποχή των ψηφοφόρων, μιας και το ποσοστό αποχής αυξήθηκε κατά 8,3% (στο 99% των τμημάτων σε σύγκριση με το 100% του Μαΐου). Η Νέα Δημοκρατία είναι πρώτο κόμμα και εξασφαλίζει την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Εμφανίζει μια σταθερότητα ποσοστού (40,55%, ή -0,24 από το 40,79 των προηγούμενων εκλογών) και μια μικρή μείωση ψήφων (2.105.603 ή 302.147 λιγότεροι από το Μάιο). Ο Συ.Ριζ.Α. παραμένει δεύτερο κόμμα και αξιωματική αντιπολίτευση, με σημαντικά μειωμένο αριθμό εδρών. Το ποσοστό του είναι 17,84% (2,23% λιγότερο από το 20,07 των εκλογών του Μαΐου) και οι ψήφοι του 926.160 (258.461 λιγότεροι από τις προηγούμενες εκλογές). Το Πα.Σο.Κ/Κινημ.Αλ. σταθεροποιείται στην τρίτη θέση, ανεβάζοντας ανεπαίσθητα το ποσοστό του (11,86% ή 0.4% αύξηση), παρά τη μικρή μείωση σε ψήφους (615.854, δηλαδή 60.311 λιγότερες από το Μάιο). Την ίδια σταθερότητα εμφανίζει και το ΚΚΕ, παγιώνοντας την παρουσία του ως 4η δύναμη στη βουλή με 7,68% και 399.485 ψήφους (αύξηση ποσοστού κατά 0,45%, μείωση ψήφων κατά 27.143). Στην 5η θέση εμφανίζεται ένα κόμμα από το πουθενά, οι «Σπαρτιάτες», που δεν είχαν κατέλθει στις προηγούμενες εκλογές και, με τις ευλογίες του καταδικασμένου για κακουργήματα Ηλία Κασιδιάρη, έφτασαν στο 4,65% με 241.559 ψήφους. Στις δύο επόμενες θέσεις, εμφανίζονται δύο κόμματα με παρόμοια χαρακτηριστικά στην ακραία κατάταξη του συντηρητικού χώρου. Η Ελληνική Λύση διατήρησε τις δυνάμεις της (ποσοστό 4,45%  με 231.093 ψήφους, 31.405 λιγότερες από το Μάιο), ενώ η «Νίκη» κατάφερε να αυξήσει ποσοστά (3,69% από 2,92% με αύξηση 0,77) και ψήφους (191.816 με αύξηση 19.556 ψήφων) και να μπει στη Βουλή. Τέλος στη Βουλή μπαίνει και η «Πλεύση Ελευθερίας» που αύξησε το ποσοστό της κατά 0,28% (3,17% από 2,89%), παρόλο που υπέστη ελαφρά απώλεια ψήφων (164.699 ή 5.725 ψήφοι λιγότερες). Το Μερα 25 δεν κατόρθωσε ξανά να μπει στη Βουλή, εμφανίζοντας πτώση και ποσοστού (2,48% από 2,63% με μείωση 0,15%) και ψήφων (128.769 ή 26.338 ψήφοι λιγότερες).

Δύο φαινόμενα φαίνονται ότι διαμορφώνονται ξεκάθαρα, στην οκτακομματική βουλή. Το πρώτο είναι μια ξεκάθαρη συντηρητική στροφή της κοινωνίας η οποία επιλέγει να έχει μια βουλή όπου τα κόμματα του συντηρητικού τόξου (κεντροδεξιά, δεξιά και ακροδεξιά) διαμορφώνουν μια αξιοσημείωτη πλειοψηφία της τάξης του 53.34%, ενώ και η αριστερά, πλην του Συ.Ριζ.Α. εκπροσωπείται από μια λαϊκιστική φωνή με τόνους γραφικότητας, παρά από μια αντισυμβατική παράταξη με διαφορετικές προτάσεις. Το πρόβλημα είναι ότι ο χώρος του κέντρου φαίνεται να έχει διασπαστεί με το πιο συντηρητικό τμήμα του να μην επιλέγει το Πα.Σο.Κ./Κινημ.Αλ. ως φορέα έκφρασής του, αλλά τη Ν.Δ., τη στιγμή που το πιο ριζοσπαστικό τμήμα του διασπάται μεταξύ Πα.Σο.Κ./Κινημ.Αλ και Συ.Ριζ.Α. Η τέτοια στροφή, όμως, της κοινωνίας εγκυμονεί τον κίνδυνο της εξοικείωσης με τον εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία. Επισημαίνω κάτι που αναφέρεται στο βιβλίο ιστορίας της Γ΄ Λυκείου: «Τα ισχυρά συγκεντρωτικά κράτη που αναδείχθηκαν μέσα απ’ αυτές τις διαδικασίες (κρατικός συγκεντρωτισμός και αποτυχία του κοινωνικού κράτους λόγω της κρίσης του 1929), προκαλούσαν την ανάδειξη και την κυριαρχία ολοκληρωτικών κινημάτων και καθεστώτων σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Καθώς προχωρούσε η δεκαετία της κρίσης, η δεκαετία του 1930, ολοένα και περισσότερα κράτη αποκτούσαν δικτατορικά ή φασιστικά καθεστώτα. Η Ελλάδα δεν ξέφυγε από το γενικό κανόνα». Όσο προβάλλεται ως κυρίαρχη ιδεολογία ο συγκεντρωτισμός και η βία ως απάντηση στην ανασφάλεια και την απανθρωπιά του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού, τόσο θα θεριεύουν μορφώματα που θα θυμίζουν τον εθνικοσοσιαλισμό των Γερμανών. Ο φασισμός δεν καταπολεμάται μόνο με καταδίκες και απαγορεύσεις. Χρειάζεται πολιτική κοινωνικού κράτους και κοινωνική μέριμνας, κάτι που δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Το δεύτερο είναι μια παγιούμενη πολιτική «αφασία» που εκφράζεται είτε με αποχή από τις εκλογές είτε με αδιαφορία για το πραγματικό νόημά τους και την αναγκαιότητα ουσιαστικής συμμετοχής. Αντιγράφω από άρθρο του Αντώνη Καρπετόπουλου την Κυριακή στη σελίδα karpetshow.gr: «Πάντα είχα την υποψία πως ένα σημαντικό κομμάτι των νεοελλήνων ψηφίζει απλά για να μπορεί να γκρινιάζει για τις αποφάσεις όποιου ψήφισε. Για αυτό και θέλει ένα νικητή κι όχι κάποιον που προκύπτει μετά από συνθέσεις και συμβιβασμούς. Στην πραγματικότητα ο κόσμος θέλει όποιος κυβερνάει να μην έχει την ανάγκη συμβιβασμών, ώστε να μπορεί να ζητά από τον νικητή των εκλογών τα πάντα: από ρουσφέτια μέχρι τα ρέστα γιατί τον πρόδωσε. […] Πολλοί από μας πάντα ψηφίζουμε κάποιον από φόβο μην έρθει κάποιος άλλος κι αυτό πολύ ώριμο δεν είναι. […]Πρώτη φορά ακούω παραμονές εκλογών την φράση «άντε να τελειώνουμε». Οι εκλογές, που ήταν κάποτε η γιορτή της δημοκρατίας, αυτή τη φορά μοιάζουν να έχουν δημιουργήσει ένα hangover στο κουρασμένο μυαλό μας». Αν στην κουλτούρα της αποχής προστεθεί και η λογική της βαρεμάρας ή της επιλογής εκείνου που θα μας βολέψει στη συνέχεια να ενοχοποιήσουμε για όλες τις επιλογές μας, τότε η δημοκρατία κινδυνεύει όχι μόνο από την ορατή απειλή του νεοφασισμού, αλλά και από τον εφησυχασμό όλων μας.

Δείτε εδώ περισσότερα άρθρα του κ. Κωσταβασίλη