Skip to content

Έχω ξαναπεί ότι είναι ευτύχημα για την πόλη μας να διαθέτει ανθρώπους που προσπαθούν να εμπλουτίσουν τις εμπειρίες των συμπολιτών μας και να προσφέρουν πραγματική ψυχαγωγία, όχι με την έννοια της απλής διασκέδασης, αλλά με την πληρέστερη και πιο ουσιαστική σημασία της ευχάριστης αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου σε συνδυασμό με την ψυχική ανάταση που έχει ανάγκη κάθε άνθρωπος που θέλει να λέγεται άνθρωπος. Και, παρόλες τις περί του αντιθέτου μεμψιμοιρίες, όσοι και όσες ασχολούνται με τα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης μας, έχουν καταφέρει να την εντάξουν στη χορεία των τόπων εκείνων που διεκδικούν δάφνες πολιτιστικής δραστηριότητας υψηλοτάτου επιπέδου. Δύο από τους φορείς αυτούς του πολιτισμού μας προσέφεραν το Σάββατο που μας πέρασε μια μοναδική εμπειρία γνώσης συνδυασμένης με απόλαυση και ταυτόχρονα ψυχική ανάταση. Ο Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης «Ο ΣΚΟΥΦΑΣ» και το φροντιστήριο «ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ», διοργάνωσαν με την πολύτιμη συνδρομή της Περιφερειακής Ενότητας Άρτας εκδήλωση με ομιλήτρια την γνωστή στο πανελλήνιο καθηγήτρια κα Μαρία Ευθυμίου.

Η κα Ευθυμίου γεννήθηκε το 1955 στη Λάρισα. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών της εισήλθε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ από το οποίο αποφοίτησε το 1977 και κατόπιν πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Μιλάει επτά ξένες γλώσσες, και από το 1981 διδάσκει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επίσης έχει διδάξει στο Παν/μιο Θεσσαλίας και στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει συγγράψει βιβλία ιστορικού περιεχομένου, έχει συμμετάσχει στη συγγραφή συλλογικών έργων και έχει παρουσιάσει δεκάδες άρθρα και συμβολές σε επιστημονικά συνέδρια και περιοδικά Ιστορίας. Από το 2006 πραγματοποιεί διαλέξεις ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας ανά την Ελλάδα. Το 2013 τιμήθηκε με το βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας.

Όσοι και όσες είχαμε τη χαρά να παρακολουθήσουμε τη διάλεξή της το Σάββατο 14 Μαΐου, στην αίθουσα του «ΣΚΟΥΦΑ» (και ήμασταν πολλοί, σε μια κατάμεστη αίθουσα που δεν άδειασε καθόλη τη διάρκεια των δυόμιση ωρών της διάλεξης, αλλά και έξω από το κτήριο, στην κεντρική πλατεία όπου είχε στηθεί γιγαντοοθόνη αναμετάδοσης της ομιλίας), φύγαμε όχι μόνο σοφότεροι, αλλά και πολύ πιο αισιόδοξοι, έχοντας συμμετάσχει σε μια πραγματική μυσταγωγία, όπου η εμπνευσμένη ομιλήτρια προσέφερε μια σφαιρική συνοπτική αλλά μεστή παρουσίαση της νεότερης ελληνικής ιστορίας, συνδέοντάς τη με τις ρίζες των Ελλήνων στην αρχαιότητα, αλλά και τη διαδρομή τους κατά τους Βυζαντινούς και Μεσαιωνικούς χρόνους. Σύμφωνα με την κα Ευθυμίου, αν και ως Έλληνες έχουμε την κακιά συνήθεια να τονίζουμε τα ελαττώματά μας και να επιδιδόμαστε σε αλληλοεξόντωση, μπορούμε και πρέπει να σταθούμε σ’  αυτά που μας ενώνουν και να προσπαθήσουμε, για μια από τις λίγες φορές στην ιστορία μας, να συνταχθούμε, ενωμένοι, γύρω από ένα κοινό στόχο.

Ως στοιχεία που διαχρονικά στηρίζουν τον Ελληνισμό, η ομιλήτρια ανέφερε τη ναυτοσύνη των Ελλήνων και την άρρηκτη σχέση τους με τη θάλασσα, αλλά, πρωτίστως και κατά σπουδαιότερο λόγο, την ελληνική γλώσσα, που όχι απλώς ομιλείται, αλλά γράφεται αδιαλείπτως για πάνω από 3.500 χρόνια. Η γλώσσα μας είναι ο συνδετικός κρίκος όχι μόνο του παρόντος με το παρελθόν μας, αλλά όλων των Ελλήνων εντός και εκτός συνόρων, και ταυτόχρονα ένα «όπλο» στα χέρια του ελληνισμού για την επιβίωσή του αλλά και την ανάπτυξή του στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Ενωμένης Ευρώπης. Η ελληνική γλώσσα κατά την αρχαιότητα ευτύχησε να καταστεί φορέας μορφοποίησης και μεταβίβασης σημαντικών επιστημονικών θεωριών, φιλοσοφικών θεωρήσεων και λογοτεχνικών κειμένων. Στην ελληνική γράφτηκαν λίγο αργότερα τα πιο σημαντικά κείμενα του Χριστιανισμού για να διαδοθούν σε ολόκληρο τον κόσμο. Στο διάβα των αιώνων υπήρξε καθοριστική η συμβολή της ως μέσου αποθησαύρισης και διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού και επιβιώνει ως τις μέρες μας, στη νεότερη εκδοχή της, ως μια από τις μακροβιότερες ζωντανές γλώσσες παγκοσμίως. Η γνώση και η κατανόηση της σημασίας της ελληνικής γλώσσας συνιστά βασική παιδευτική επιδίωξη. Ιδιαίτερα η νέα γενιά μπορεί να ωφεληθεί πολλαπλά, αν εξοικειωθεί με την ιστορία και τη χρήση της και αφομοιώσει δημιουργικά τον πλούτο της, γεγονός που θα της επιτρέψει να κατανοήσει τη βαθύτερη ουσία του ελληνικού πολιτισμού και την πολυδιάστατη συμβολή της ελληνικής γλώσσας στη δημιουργία του παγκόσμιου πολιτισμού.

Ακριβώς σ’  αυτή την προοπτική έγκειται και ο κίνδυνος, όχι μόνο για τη δική μας γλώσσα, αλλά σχεδόν για όλες όσες δεν αντιστοιχούν σε πολιτισμούς λαών με παγκόσμια δύναμη και κυριαρχία. Στο χωνευτήρι της παγκοσμιοποίησης, αργά αλλά σταθερά, η εθνική γλώσσα των ασθενέστερων οικονομικά λαών, απαξιώνεται, σε σημείο που να θεωρείται κατακριτέο να διδάσκεται κανείς σωστά τη γλώσσα του. Δείτε, για παράδειγμα, την εισαγωγή των αγγλικών στα νηπιαγωγεία, αλλά και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, όταν ακόμα η ελληνική είναι αδιαμόρφωτη στη συνείδηση των μικρών παιδιών. Δείτε το παράδειγμα του διαγωνισμού της Γιουροβίζιον, όπου χώρες με ιστορία, όπως η δική μας, πέφτουν στην παγίδα να διαγωνιστούν με αγγλικό στίχο, για να γίνουν αποδεκτές από το σύνολο (για να μην αναφερθώ σε χώρες με μικρότερη ιστορία από τη δική μας). Αποτελεί ευχής έργον ότι αρκετές από τις διαγωνιζόμενες  χώρες επέλεξαν να στείλουν τραγούδια με στίχο στην εθνική τους γλώσσα ή ακόμα και σε διαλέκτους (π.χ. η Γαλλία που πήγε με τραγούδι στα Βρετονικά).

«Πολιτισμοί χωρίς γλώσσα δεν πλάθονται» έλεγε ο σοφός Ε. Π. Παπανούτσος και αυτό δεν αποτελεί ατεκμηρίωτη ρήση αυθεντίας, αλλά γεγονός που αποδεικνύεται από την ίδια την Ιστορία. Αν ο ελληνισμός κατάφερε και στάθηκε όρθιος μέσα από τις διάφορες διακυμάνσεις της ιστορίας του, δεν είναι επειδή διατήρησε «καθαρό» το φυλετικό του D.N.A. και τη «ράτσα» του. Στον πολιτισμό του οφείλει πρώτα και πάνω απ’ όλα την επιβίωσή του. Η γλώσσα και η θρησκεία (που χάρη σ’ αυτή τη γλώσσα κατάφερε να εδραιωθεί στη Μεσόγειο) αποτέλεσαν το συνεκτικό κρίκο του ελληνισμού. Κι αν το να δηλώνεις «Έλληνας» μπορεί κάποτε να θεωρούνταν απορριπτέο, με την έννοια της αποδοχής της ειδωλολατρίας, τα ελληνικά αποτέλεσαν το όχημα εκείνο μέσω του οποίου ο ελληνισμός ξαναβρήκε τις ρίζες του στους Έλληνες της αρχαιότητας και  τον πολιτισμό τους. Τα ελληνικά είναι (μπορούν να είναι) η αιχμή του δόρατος για τον ελληνικό πολιτισμό και τη διεκδίκηση περισσότερης ελευθερίας για όλους μας. Ας μην παραμελούμε τη νεοελληνική γλώσσα!!

Γράφει

ο Κώστας Κωσταβασίλης