Ο καλός Σαμαρείτης της παραβολής ανέβασε στο δικό του ζώο τον άνθρωπο που ήταν μισοπεθαμένος από τους ληστές, τον έφερε σε ένα πανδοχείο και τον περιποιήθηκε (Κυριακή Η΄ Λουκά).
Καλός Σαμαρείτης είναι φυσικά ο Χριστός. Ληστές που πλήγωσαν και άφησαν ημιθανή τον άνθρωπο, είναι οι δαίμονες. Τον άφησαν μισοπεθαμένο, όχι γιατί τον σπλαχνίστηκαν και δεν θέλησαν τον θάνατό του, αλλά επειδή δεν επέτρεψε ο Θεός να συνεχίσουν περαιτέρω το μακάβριο έργο τους. Δεν πλάστηκε ο άνθρωπος για την απώλεια, αλλά για την αιώνια και άφθαρτη ζωή. «Ου θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού», αλλά «το επιστρέψαι και ζην αυτόν», λέει ο Θεός.
Επιπλέον έμεινε ημιθανής ο τραυματισμένος άνθρωπος, επειδή η αμαρτία δεν κατάφερε να τον καταστρέψει εντελώς, αλλά μόνο κατά το ήμισυ. Έγινε δηλαδή θνητό μόνο το σώμα του. Η ψυχή του παραμένει και μετά την πτώση του αθάνατη, όχι βέβαια από δική της δυνατότητα, αλλά επειδή διακρατείται στην ύπαρξη από την προνοητική και ζωογονητική ενέργεια του Θεού. Και πάλι, δεν θανατώθηκε εντελώς η ανθρώπινη φύση, επειδή δεν την άφησε ο Θεός να φτάσει στην πλήρη απόγνωση, καθόσον ενέβαλε μέσα της σταθερή ελπίδα σωτηρίας, διαμηνύοντας τη μελλοντική της λύτρωση και υποσχόμενος να στείλει τον εκλεκτό απόγονο της γυναικός, τον Χριστό, για να εξουδετερώσει, να θανατώσει τον θάνατο.
Και ήρθε πράγματι ο Χριστός, απέσπασε από τα χέρια των δαιμόνων-ληστών τον άνθρωπο, τον ανέβασε «εις το ίδιον κτήνος», στο δικό του υποζύγιο και τον πήγε στο πανδοχείο για θεραπεία. Ποιο είναι άραγε το υποζύγιο του Χριστού; Είναι η ανθρώπινη φύση του, την οποία προσέλαβε με την ενανθρώπησή του. Ο Χριστός έγινε και άνθρωπος, ακριβώς για να αναζητήσει τον άνθρωπο, που χάνοντας τον δρόμο του κατέληξε απ’ την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, με αποτέλεσμα να ληστευτεί από τους δαίμονες. Και όταν επιτέλους συναντά τον πλανηθέντα άνθρωπο, τον σηκώνει χωρίς αναβολή στους ώμους του με μεγάλη χαρά, όπως αναφέρει στην παραπλήσια παραβολή του απολωλότος προβάτου. Όταν βρίσκει το χαμένο πρόβατο, το παίρνει στους ώμους του γεμάτος χαρά. «Ευρών επιτίθησιν επί τους ώμους αυτού χαίρων»(Λουκ. 15, 5).
Ο ίδιος ο Χριστός γίνεται υποζύγιο, λοιπόν, του ημιθανούς ανθρώπου. Τον φορτώνεται στους ώμους του και τον ανεβάζει στον θρόνο του Θεού. «Επί των ώμων, Χριστέ, την πλανηθείσαν άρας φύσιν, αναληφθείς, τω Θεώ και Πατρί προσήγαγες». Αλλά προχωράει και ακόμα παραπέρα. Δεν κρατάει απλώς στους ώμους του τον άνθρωπο, αλλά τον κάνει και σώμα του. Γινόμαστε όλοι μέλη του δικού του σώματος. «Ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού έστιν;»(Α΄ Κορ. 6,15). Ο Χριστός καταδέχεται το αδιανόητο: Μας κάνει χέρια και πόδια δικά του, αλλά γίνεται και ο ίδιος χέρια και πόδια δικά μας. Αν το θέλουμε βέβαια.
Ψάλλει τολμηρότατα ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος:
«Μέλη Χριστού γινόμεθα, μέλη Χριστός ημών δε,
και χειρ Χριστός και πους Χριστός εμού του παναθλίου,
και χειρ Χριστού και πους Χριστού ο άθλιος εγώ δε».
Δεν μας δελεάζει άραγε καθόλου μια τέτοια προοπτική;
π. Δημητρίου Μπόκου
Δείτε εδώ κείμενα του π. Δημητρίου Μπόκου.