Skip to content

Στις 21 Μαΐου, μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ήταν η ονομαστική μου γιορτή. Δέχτηκα πάρα πολλές ευχές, είναι η αλήθεια, και ευχαριστώ όλους όσοι με θυμήθηκαν και επικοινώνησαν για να μου τις εκφράσουν. Αυτή, όμως, η, κατά κύριο λόγο, τηλεφωνική αλληλεπίδραση αποτέλεσε αφορμή για προβληματισμό, μετά από μια αναπόφευκτη σύγκριση του παρόντος με το παρελθόν. Το λέω αυτό, γιατί, για όποιον έχει ζήσει στις δεκαετίες του 70 και του 80, η ονομαστική γιορτή αποτελεί κάτι το μοναδικό ως ανάμνηση και ως βίωμα. Θυμάμαι, για παράδειγμα το τι γινόταν στο σπίτι μας όταν γιορτάζαμε την ονομαστική γιορτή του πατέρα μου, την ημέρα των Θεοφανείων. Δεν μιλώ για τις προετοιμασίες, τα γλυκά, τα φαγητά, τον κόπο που κατέβαλαν όλοι στο σπίτι για να είναι έτοιμο να υποδεχτεί τον κόσμο που θα ερχόταν. Μιλώ γι’ αυτόν ακριβώς τον κόσμο που από νωρίς το απόγευμα, μέχρι αρκετά αργά το βράδυ ερχόταν στο σπίτι μας για να ευχηθεί να πάρει ένα κέρασμα (γλυκό οπωσδήποτε κι ένα ποτό οι ενήλικες) ή και έναν μεζέ όταν πια η ώρα το επέτρεπε. Γνωστοί, συγγενείς, φίλοι, λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί συμμετείχαν στη χαρά του σπιτιού και διαμόρφωναν, με τον τρόπο αυτό μια κοινή διάθεση, χαρούμενη και γιορταστική. Το ίδιο συνέβαινε σε μικρότερο βαθμό και με τις ονομαστικές γιορτές όλων των παιδιών και της μητέρας. Όλοι όσοι είχαν κάποια σχέση με την οικογένεια έσπευδαν να συμμετάσχουν στη χαρά της γιορτής.

Αυτή ακριβώς η συμμετοχή, η κοινή πρόσληψη συναισθημάτων και καταστάσεων αποτέλεσε χαρακτηριστικό του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 21ου αιώνα. Αρχικά μέσα στο πλαίσιο της συμβίωσης στην πόλη-κράτος (συμπόσια, αγώνες, θέατρα, φειδίτια κ.λπ.), στη συνέχεια μέσα στο πλαίσιο της κοινότητας της χριστιανικής λατρείας στο Βυζάντιο και την Οθωμανική περίοδο (εκκλησιασμός, θρησκευτικές πανηγύρεις, ονομαστικές εορτές, εκδηλώσεις με αφορμή μυστήρια της εκκλησίας όπως ο γάμος ή η βάπτιση κ.λπ.), αλλά και της κοινοτικής αυτοδιοίκησης στο 18ο και 19ο αιώνα, οι Έλληνες έβρισκαν στην ομαδικότητα και την κοινοτική δράση μια αλληλεγγύη και μια δυνατότητα αλληλοϋποστήριξης χωρίς τις οποίες θα ήταν ίσως αδύνατο να καταφέρουν να επιβιώσουν. Οπωσδήποτε μας χαρακτηρίζουν και τάσεις αλληλοσπαραγμού και αυτοκαταστροφής, αν κρίνουμε από τους αλλεπάλληλους εμφυλίους πολέμους που έχει περάσει αυτός ο τόπος, αλλά στα δύσκολα πάντα η αίσθηση της κοινής μοίρας και του κοινού βίου έδινε λύσεις σε προβλήματα που φάνταζαν δυσεπίλυτα και οδηγούσαν σε κατορθώματα που έμειναν στην ιστορία.

τεχνολογια

Σήμερα φαίνεται πως αυτή η αίσθηση της κοινότητας (με την έννοια της από κοινού βίωσης κοινών καταστάσεων και συναισθημάτων) παραγκωνίζεται από την επέλαση της τεχνολογίας που μας οδηγεί (άλλους περισσότερο κι άλλους λιγότερο) σε έναν απομονωτισμό που είναι εξαιρετικά επικίνδυνος γιατί φέρει το μανδύα της εύκολης και απρόσκοπτης επικοινωνίας. Μας είναι απίστευτα εύκολο να «επικοινωνήσουμε» τηλεφωνικά, με μηνύματα, με δωρεάν βιντεοκλήσεις από πάσης φύσεως εφαρμογές, με φατσούλες, με καρδούλες, με λάικς, με ό,τι τραβάει η ψυχή μας, που έχουμε ξεχάσει πώς είναι να επικοινωνούμε ουσιαστικά, μ’ άλλα λόγια να γινόμαστε κοινωνοί βιωμάτων, απόψεων, αισθημάτων που ζούμε την ίδια στιγμή με όσους αισθανόμαστε κοντά μας. Θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι και με την τεχνολογία μπορεί να επιτευχθεί αυτή η «κοινωνία» μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονται σε σύνδεση. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ευσταθεί. Γιατί, όπως έχει πει ο Πάσχος Μανδραβέλης, «στον κυβερνοχώρο λειτουργεί καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του και τις δυνατότητές του. Αυτό όμως δημιουργεί έναν κατακερματισμό της εμπειρίας που τρομάζει πολλούς. Η κοινότητα χρειάζεται την κοινή εμπειρία για να είναι κοινότητα». Τι σημαίνει «κοινή εμπειρία»; Δεν είναι μόνον η αίσθηση ότι βιώνουμε το ίδιο πράγμα την ίδια στιγμή. Αυτό μπορεί να γίνει και διαδικτυακά. Όταν όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο, η επίδραση που ασκεί το γεγονός που βιώνουμε όλοι, είναι ξεχωριστή στον καθένα μας, χωρίς να μας δίνεται η δυνατότητα της άμεσης αλληλεπίδρασης μέσα από τη συνύπαρξη και την ανταλλαγή απόψεων. Μ’ άλλα λόγια, μπορεί το βίωμα να είναι ταυτόχρονο για όλους, αλλά δεν είναι συλλογικό, έχει ατομικό αντίκτυπο και δε μπορεί να συγκροτήσει κοινή εμπειρία. Χωρίς την κοινή εμπειρία, όμως, η συλλογικότητα μετατρέπεται από κοινωνία, δηλαδή από οργανωμένο σύνολο που δρα στη βάση κοινά αποδεκτών κανόνων που συμφωνούν όλοι πως θα τηρούν, μέσα από κοινές εμπειρίες και βιώματα που διατηρούνται μέσω της μνήμης (παράδοση, ιστορία κ.λπ.), σε συνοθύλευμα ατομικοτήτων, δηλαδή ανθρώπων που ενεργούν ως άτομα, τοποθετώντας τα «θέλω» και τις ατομικές τους επιθυμίες πάνω από τις ανάγκες και τη βούληση της κοινωνίας, χωρίς συναίσθηση της κοινής ευθύνης που απορρέει από την κοινωνική ζωή, με αδιαφορία για το συνάνθρωπο και το περιβάλλον του.

Στην κατάσταση αυτή, όμως, ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος σε αφανισμό. Γιατί, όπως μας μεταφέρει ο Πλάτων μέσω του Πρωταγόρα, στον ομώνυμο διάλογό του, όταν οι άνθρωποι ζούσαν ξέχωρα ο ένας από τον άλλο καταστρέφονταν από τα άγρια θηρία. Έψαχναν λοιπόν τρόπο να συγκεντρώνονται και να διασώζονται χτίζοντας πόλεις· κάθε φορά λοιπόν που συγκεντρώνονταν, αδικούσαν ο ένας τον άλλο, επειδή δεν κατείχαν την πολιτική αρετή, με αποτέλεσμα πάλι να διασκορπίζονται και να αφανίζονται. Αυτό που ονομάζει ο Πλάτων πολιτική αρετή, δεν είναι τίποτε άλλο από τη συναίσθηση της ηθικής τάξης (αιδώς) και ο σεβασμός στους νόμους (δίκη). Και τα δύο αυτά χτίζονται μέσα από την αμοιβαιότητα της εμπειρίας και την αποδοχή του άλλου. Αυτή προϋποθέτει συμβίωση κι όχι απλώς παράλληλη διαβίωση. Αυτή την τελευταία μας προσφέρει η τεχνολογία. Απομένει να δούμε εμείς τι πραγματικά θέλουμε.

Δείτε εδώ κείμενα του κ.Κωσταβασίλη