Η πρόσφατη παραίτηση συναδέλφου αναπληρωτή εκπαιδευτικού, με όσα είχε το σθένος να φέρει στο φως, επαναφέρει στο προσκήνιο το μείζον ζήτημα του τι είδους εκπαίδευση θέλουμε για τα παιδιά μας, πώς θα πρέπει να δομείται αυτή η εκπαίδευση, αλλά, προ πάντων, πώς θα πρέπει να οριοθετηθούν οι σχέσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας με το κοινωνικό σύνολο από το οποίο προέρχονται οι μαθητές και οι μαθήτριες.
Για να το καταστήσω σαφέστερο, θα παραθέσω εδώ δύο μικρά αποσπάσματα από την επιστολή παραίτησης του συναδέλφου:
«Οι εκπαιδευτικοί αν και θεωρητικά δρουν σε ένα πλαίσιο ως δημόσιοι λειτουργοί, στη πράξη, στα δύσκολα, είναι εντελώς μόνοι. Ποιος θα σε αποζημιώσει για τα σχισμένα σου λάστιχα ή το καμένο σου αυτοκίνητο; Για τα τραύματα σου από τις αυτοσχέδιες «βόμβες» με αλουμινόχαρτο και υδροχλωρικό οξύ; Αν σε συκοφαντήσουν; Αν σου ετοιμάσουν κάποια «κατάσταση» εξωθώντας σε, σε μη αποδεκτή κοινωνικά αντίδραση ενώ σε βιντεοσκοπούν, αν στη «στήσουν» με λίγα λόγια; Πού θα βρεις το δίκιο σου; Ιδιαίτερα αν είσαι αναπληρωτής είσαι παντελώς ακάλυπτος. Ποιο εύκολα διώχνεται αναπληρωτής από τη δουλειά του (και μάλιστα για πάντα) σε περίπτωση που «στραβοπατήσει» παρά αδέσποτο σκυλί από ταβέρνα. Αυτά όλα είναι παραδείγματα από αληθινά πρόσφατα περιστατικά σε διάφορα ΕΠΑΛ, και όχι μόνο, της χώρας.»
Και σε άλλο σημείο προσθέτει: «Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τα όχι και τόσο νέα πλέον πρότυπα σχέσης μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών, το πέρασμα δηλαδή από τον εκπαιδευτικό «βίαιο δικτάτορα» στον εκπαιδευτικό «Οσιομάρτυρα – καρπαζοεισπράκτορα» φαλκιδεύουν τον ουσιαστικότερο πυλώνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αυτόν του ΣΕΒΑΣΜΟΥ. Ο οποίος φυσικά πρέπει να είναι αμοιβαίος. Διαδραστικοί πίνακες, τάμπλετ, προτζέκτορες, ακόμα και οι ίδιες οι αίθουσες με τις καρέκλες και τα θρανία τους είναι απλά ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ. Η ουσία είναι ο σεβασμός στον εκπαιδευτικό, ο σεβασμός στην εκπαιδευτική διαδικασία κάτι που ως κοινωνία έχουμε απολέσει. Στην εποχή μας οι λέξεις έχουν χάσει τη σημασία τους. Να υπενθυμίσω: Το «ξεχαρβάλωμα» δεν είναι προοδευτική παιδαγωγική. Η στοιχειώδης οριοθέτηση δεν σημαίνει καταπίεση. Το ψηφιακό σχολείο δεν σημαίνει να έχουμε μαθητές άρρωστους, απόλυτα εξαρτημένους από τα έξυπνα κινητά τους. Η παιδαγωγική μας δεν βασίζεται τελικά σε κανένα πραγματικά παιδαγωγικό ρεύμα, δεν αποτελεί συνέχεια των μεγάλων παιδαγωγών αλλά στρέβλωση αυτών. Στην ουσία αυτό που εφαρμόζουμε είναι μια προσαρμογή του «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» ή μάλλον «ο τουρίστας έχει πάντα δίκιο» μιας και είμαστε καθαρά τουριστική χώρα σε όλα από ότι φαίνεται. Τα προβλήματα μας δεν είναι τόσο οικονομικά όσο ηθικά. Παλιότερα ο κόσμος ήταν πάμφτωχος αλλά σέβονταν το σχολείο. […] Ο τρόπος λειτουργίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος λειτουργεί όλο και περισσότερο αλλοτριωτικά. Έρχονται παιδιά μεταναστών από χώρες φτωχότερες αλλά με κάποιους κανόνες τουλάχιστον στα σχολεία και μαθαίνουν εδώ το ‘’κάνω ότι θέλω’’».
Με τις παρατηρήσεις του αυτές, ο συνάδελφος θίγει το μείζον ζήτημα της σχέσης του εκπαιδευτικού με την κοινωνία.
Σύμφωνα με τον Άντλερ, αυστριακό ψυχίατρο και θεμελιωτή της ατομικής ψυχολογίας, ο κύριος στόχος της εκπαιδευτικής διαδικασίας θα πρέπει να είναι η κοινωνική προσαρμογή.
Εάν οι γονείς, και αργότερα το σχολείο, δεν βοηθήσουν τα παιδιά να προσαρμοστούν στα δεδομένα της κοινωνικής ζωής, εκείνα πρόκειται να παρουσιάσουν σοβαρές δυσκολίες όταν κληθούν να διαχειριστούν τους τομείς της ενήλικης ζωής.
Στο οικογενειακό περιβάλλον υπάρχουν πολλά στοιχεία τα οποία επιδρούν αρνητικά στην ορθή ανατροφή των παιδιών κι αυτό συμβαίνει κυρίως εξαιτίας του στενού δεσμού που υπάρχει ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά.
Σε κάθε περίπτωση, το σχολείο, ενώ παλαιότερα δεχόταν μαθητές και μαθήτριες με δεδομένη προηγούμενη αγωγή από την οικογένεια (π.χ. χτυπάμε την πόρτα πριν μπούμε κάπου, δεν ασκούμε βία στον άλλο, δεν ενοχλούμε το διπλανό μας ή τους άλλους, προσέχουμε την καθαριότητα του χώρου στον οποίο βρισκόμαστε, φερόμαστε με ευγένεια και ευπρέπεια κυρίως στους μεγαλύτερούς μας, ακούμε τις συμβουλές των μεγαλύτερων ακόμα κι αν διαφωνούμε μ’ αυτές και εκφράζουμε τη διαφωνία μας με ευγένεια κ.λπ) και απλώς φρόντιζε να ενισχύσει αυτή την εμπειρική γνώση, προσθέτοντας και τη μάθηση, τώρα βρίσκεται σε μια κατάσταση φαυλεπίφαυλη.
Από τη μία η κοινωνία (και πρωτίστως οι οικογένειες που αδυνατούν να ανταποκριθούν στο παραδοσιακό αιτούμενο της αγωγής για τους λόγους που ανέφερα) ζητά από το σχολείο να αναλάβει κατεξοχήν ρόλο αγωγής (χωρίς να του δίνει τα ανάλογα μέσα), από την άλλη η πολιτεία το επιφορτίζει σχεδόν αποκλειστικά με το ρόλο του μεταβιβαστή γνώσεων και διεκπεραιωτή ύλης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Φτάνουμε, επομένως, στο σημείο το σχολείο (κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) να θεωρείται αναγκαίο κακό στο οποίο οι μαθητές πάνε μόνο και μόνο διότι είναι υποχρεωμένοι.
Πώς να μη βγαίνουν ανάγωγοι και αμαθείς άνθρωποι από μια τέτοια κατάσταση;
Παρατηρείται, επιπλέον, στη χώρα μας, μια άλλη μεγάλη αντίφαση.
Ο μέσος Έλληνας πληρώνει σε ιδιωτικούς φορείς εκπαίδευσης τεράστια ποσά χρημάτων προκειμένου να εξασφαλίσει το καλύτερο δυνατό για τα παιδιά του, κι ενώ ζητάει καλύτερο δημόσιο σχολείο, δεν το εμπιστεύεται.
Είτε γιατί είναι πεπεισμένος ότι στο σχολείο δε γίνεται δουλειά είτε γιατί δεν έχει εμπιστοσύνη στο κράτος, ο πολίτης δεν θέλει να ακουμπήσει στο σχολείο αποκλειστικά την εκπαίδευση των παιδιών του.
Ακόμα περισσότερο, δεν πιστεύω ότι κανείς θα έβλεπε θετικά μια πρόταση να λειτουργούν τα σχολεία με συνθήκες φροντιστηρίων, όσον αφορά την υλικοτεχνική υποδομή και τον απαιτούμενο χρόνο διδασκαλίας.
Φαντάζεστε τι είχε να γίνει αν κάποια κυβέρνηση κατέβαζε πρόταση να ανοίγουν τα σχολεία Ιούλιο, να κλείνουν ένα μήνα τον Αύγουστο, να ξαναξεκινούν μέσα Σεπτέμβρη μέχρι την Άνοιξη;
Πού να τολμούσε να προσθέσει τίποτε για υποχρεωτικά διαγωνίσματα εκτός ωραρίου διδασκαλίας, αναπλήρωση χαμένων ωρών από αργίες κ.ο.κ., θα γινόταν λαϊκός ξεσηκωμός.
Ε!… αυτό που σε καμία περίπτωση δεν θα ανεχόταν ο Έλληνας στο δημόσιο σχολείο, το πληρώνει στον ιδιωτικό τομέα, εγκαλώντας το δημόσιο σχολείο για κάτι για το οποίο το ίδιο δεν ευθύνεται.
Αν, λοιπόν, θέλουμε να ελπίζουμε σε βελτίωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ας φροντίσουμε όλοι να βρούμε μια κοινή συνισταμένη, με συνεννόηση όλων των κομμάτων, παρατάξεων, κοινωνικών φορέων κ.λπ., με μακροχρόνιο ορίζοντα.
Διαφορετικά τα παιδιά μας, οι δάσκαλοι και η κοινωνία η ίδια θα ανεβαίνουν αδιάκοπα τον ίδιο Γολγοθά κάθε χρόνο.