Με τον μονόλογο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Γράμμα στον Ορέστη», ξεκινά τις θεατρικές του παραστάσεις στην ανακαινισμένη του αίθουσα ο «ΣΚΟΥΦΑΣ». Ο Καμπανέλλης δεν είναι άγνωστος στο αρτινό κοινό που είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει έργα του (όπως η αριστουργηματική «Αυλή των θαυμάτων» στο παρελθόν, τόσο από το Μακρυγιάννη, όσο και από το ΣΚΟΥΦΑ». Όμως, με το έργο του αυτό, γραμμένο την περίοδο 1991-1994, αποκτά στις μέρες μας ιδιαίτερα επίκαιρο μήνυμα, πολύ περισσότερο που μέσα στον αυτοθαυμασμό μας για την πρόοδο και την εξέλιξη της τεχνολογίας και των καινοτομιών της, νομίζαμε ότι είχε εξελιχθεί και η κοινωνία μας, αφήνοντας πίσω της, στο (όχι και τόσο μακρινό) παρελθόν τα πατριαρχικά στερεότυπα και τη βία ενάντια στις γυναίκες. Ο Καμπανέλλης, ως γνήσιος πνευματικός άνθρωπος, διαβλέπει τριάντα χρόνια πριν, την κατάληξή μας και μιλάει, στο έργο του αυτό για την αναπόφευκτη κατάληξη της σύγκρουσης του παρελθόντος με το παρόν.
Στο έργο επικρατεί μια ατμόσφαιρα συγχώρεσης, μεταθανάτιας σοφίας, χαμόγελου, όπου αναγνωρίζεται το δικαίωμα του παρελθόντος να συνυπάρξει με το παρόν. Ο θεατής κατανοεί εξαρχής ότι ο Ορέστης του τίτλου είναι ο μυθικός Ορέστης, ότι η συγγραφέας του γράμματος είναι η Κλυταιμνήστρα και ότι βρίσκεται στον χώρο και τον χρόνο του συγκεκριμένου μύθου. Όμως η Κλυταιμνήστρα του Καμπανέλλη δημιουργεί έναν απολογητικό μονόλογο στον γιο της πριν αυτός επιστρέψει για να την σκοτώσει. Αφορά τον απολογισμό της ζωής της, στην οποία η ίδια δεν είχε σχεδόν ποτέ τον έλεγχο. Αυτή η Κλυταιμνήστρα δεν κατανοεί τη διαιώνιση της βίας αφού μέσα της έχει μόνο αγάπη, η μόνη της επιθυμία είναι να συνεχίζει να ζει για να αγαπά, κι αν σκότωσε τον Αγαμέμνονα, είναι γιατί αναγκάστηκε να τον σκοτώσει. Όπως τονίζει, οι γυναίκες παντρεύονται από έρωτα (ακόμα και αν αυτό τους το στερούν ως επιλογή), ενώ οι άντρες παντρεύονται για να διαιωνίσουν την πατριαρχία η οποία οδηγεί το γάμο σε αποτυχία και ωθεί τη γυναίκα να απελευθερωθεί με το θάνατο του δυνάστη της.
Το Γράμμα στον Ορέστη δεν είναι μόνο η προσπάθεια μιας γυναίκας να ξαναγράψει την ιστορία της στα μάτια των παιδιών της, αλλά και η ανέλπιδη προσπάθεια μιας μητέρας να αποτρέψει την κόρη της να διαπράξει μητροκτονία. Η Κλυταιμνήστρα απευθύνεται στον αγαπημένο της γιο, που λαχταρά να τον δει, καθώς πλέον ξέρει ότι οι μέρες της είναι μετρημένες. Ξέρει πως δεν θα ζήσει πολύ, αλλά θέλει να πει τη δική της ιστορία και να θυμίσει τα παιδιά της πόσο τα αγαπάει. Η ηρωίδα του Καμπανέλλη δε μοιάζει με ένα τέρας όπως την παρουσίασε ο μύθος, με μια αδίστακτη γυναίκα. Συμβολίζει μια οποιαδήποτε γυναίκα που ζητά κατανόηση και ίσως μια ευκαιρία να ζήσει, αφού θεωρεί πως δεν ήταν η κακιά της ιστορίας, αλλά εν πολλοίς το θύμα του κόσμου των αντρών. Η Κλυταιμνήστρα του Καμπανέλλη θα ήθελε να μη θεωρείται μια αδίστακτη φόνισσα επειδή τελικά αντιστάθηκε και πήρε άλλη από την κοινωνικά συνιστώμενη κατεύθυνση κι έτσι δε μπόρεσε να αποφύγει το έγκλημα προκειμένου να ελευθερωθεί.
Η Κλυταιμνήστρα μοιάζει να συγκρούεται με την καταγωγική και μυθολογική της πραγματικότητα. Πολλά νιώθει πως δεν επέλεξε να τα ζήσει, για άλλα μετανιώνει. Παραδέχεται πως έκανε λάθη και το ότι μιλάει τώρα μοιάζει με πράξη αποκατάστασης των εσφαλμένων επιλογών της. Συγκρούεται με το χθες, γιατί θέλει να ξεκαθαρίσει τη θέση της στο τώρα, να ακουστεί η ιστορία από τη δική της πλευρά. Συγκρούεται με τα παιδιά της που πίστεψαν άσχημα πράγματα για εκείνη, με τους πολίτες του Άργους που την καταδίκασαν, με τους γονείς της και την κοινωνία που την έμαθαν να ανέχεται να ζει μες τη θλίψη και αυτό να διδάσκει και στα παιδιά της, να παίζει τον ρόλο της καλής συζύγου και μητέρας. Όλο το κείμενο του Καμπανέλλη μοιάζει με δριμύ κατηγορώ προς όσα έφεραν την ηρωίδα στο χείλος της απόγνωσης, την εξώθησαν στο έγκλημα και τώρα την βάζουν στη θέση της κατηγορούμενης. Συγκρούεται με όλους και με όλα γιατί μόνο έτσι θα βρει λύση και δικαίωση. Ξέρει πως σε αυτό τον άδικο για αυτήν κόσμο, δε χωρά επιείκεια για τις πράξεις της, γιατί αυτός ο κόσμος είναι φτιαγμένος να μη δείχνει έλεος στις γυναίκες που θέλουν να ζήσουν ελεύθερα. Ξέρει πως όλοι είναι εναντίον της και γι’ αυτό πια απευθύνεται στον Ορέστη, τον γιο της, το τελευταίο καταφύγιο της. Είναι ο τελευταίος στον οποίο μπορεί ακόμη να μιλά με τρυφερότητα.
Ο Καμπανέλλης επιχειρεί να επιστρέψει στην Κλυταιμνήστρα την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά της. Να μη θεωρείται πια η απόλυτη κακιά αλλά το θύμα μιας μακροχρόνιας συστημικής καταπίεσης που την ύστατη στιγμή διάλεξε να σώσει τον εραστή της και να σταματήσει τις κακές πράξεις αυτού που της έδωσαν για άντρα. Αν η τραγική ηρωίδα Κλυταιμνήστρα μπορούσε να δικαστεί σήμερα, ο Καμπανέλλης θα ήταν σίγουρα υπερασπιστής της και οι θεατές θα έπρεπε ως ένορκοι της δίκης να αποφασίσουν προσεκτικά για τα ελαφρυντικά της, να κατανοήσουν καλύτερα τη θέση της. Ίσως γι’ αυτό τη βάζει να γράψει κάτι που μοιάζει με ομολογία της. Ο Καμπανέλλης θα ήθελε μια αντικειμενική δίκη και μια καλύτερη ποινή για την Κλυταιμνήστρα, γιατί της τα στέρησαν. Ίσως μια πιο δίκαιη υστεροφημία της είναι μια λύση στην τραγικότητα του μύθου της.
Το έργο αυτό η σκηνοθέτης, Έλλη Μάνθα, επέλεξε να το αντιμετωπίσει ως έργο σύγχρονο με τραγικά στοιχεία και, αν και μονόλογος, να το επιμερίσει σε τρεις ηθοποιούς που το δραματοποιούν με ταυτόχρονη παρουσία τους επί σκηνής. Επιτυγχάνει, με τον τρόπο αυτό, να αναδείξει τη διαχρονικότητα αλλά και την οικουμενικότητα του δράματος, αποφεύγοντας την εύκολη λύση της έντασης και της κραυγαλέας καταγγελίας, ξεφεύγοντας από την παγίδα να διαβαστεί το κείμενο ως ένα απλό φεμινιστικό μανιφέστο και επιλέγοντας, μέσα από την εσωτερική απόδοση της μοναξιάς, του πόνου, της απόρριψης και της βίας, να διαμορφώσει ένα πλαίσιο έντονου προβληματισμού που συνεπαίρνει τον θεατή.
Η ίδια, ως μία από τις τρεις μορφές της Κλυταιμνήστρας, μαζί με τη Χρυσάνθη Γαλάνη και την Φωτεινή Τσαδήμα, λειτουργούν άψογα σε σημείο που να πιστεύει κανείς πως έχει μπροστά του ένα μόνο άτομο που δρα στη σκηνή και το οποίο απλώς εμφανίζεται με κάποιο μαγικό τρόπο πολλαπλασιασμένο. Η κινησιολογία αλλά και οι σκηνικές εκφράσεις και των τριών (τόσο στα σημεία λόγου, όσο –κυριότερα- στις σιωπές) καθηλώνουν το θεατή και αναδεικνύουν τα μηνύματα του κειμένου. Ο Γιώργος Παπαβασιλείου, ως βωβό πρόσωπο-Ορέστης που έρχεται να δώσει το αναπόφευκτο τέλος, συμβάλλει στην αρτιότητα της σκηνικής απόδοσης. Τα κοστούμια, σχεδιασμένα από την Ειρήνη Νάκου, παραπέμπουν στην αρχαία προέλευση του μύθου, σε συνδυασμό με το άψογο μακιγιάζ, τους φωτισμούς του Γιώργου Νικολακόπουλου και τη μουσική της Νένας Βενετσάνου.
Πρόκειται για μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσει κανείς μας.