Skip to content

Η πρόσφατη δημοσίευση των δηλώσεων «πόθεν έσχες» των βουλευτών μας (και πρώην βουλευτών) και ευρωβουλευτών φέρνει στο προσκήνιο τη διάσταση μεταξύ πραγματικότητας του μέσου πολίτη και επιπέδου ζωής της πλειονότητας των πολιτικών μας που διαμορφώνουν, έτσι, μια πολιτική «ελίτ» που έχει αποστασιοποιηθεί αρκετά από την κοινωνία. Δείχνει, επίσης, την υποκρισία που κυριαρχεί, κατά κύριο λόγο στο πεδίο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Όταν όλοι οι επίσημοι κυβερνητικοί, πολιτικοί και πολιτειακοί παράγοντες κόπτονται για την ανάγκη στήριξης των τραπεζών μας ή, όπως το θέτουν, της ελληνικής οικονομίας (αφού γι’ αυτούς τράπεζες και οικονομία περίπου ταυτίζονται), οι ίδιοι οι οδυρόμενοι για την αξιοπιστία των τραπεζών και της οικονομίας μας φροντίζουν να διατηρούν παχυλότατους λογαριασμούς σε εξωχώριες τράπεζες και μετοχές σε ξένες εταιρείες (για να μη μιλήσουμε για τα ακίνητα στα οποία όλοι σχεδόν φαίνεται να τρέφουν ιδιαίτερη αδυναμία!). Τίθεται, επομένως, το ερώτημα ποιον προσπαθούν να πείσουν και ποιον νομίζουν ότι κοροϊδεύουν τη στιγμή που οι ίδιοι φροντίζουν να πράττουν το αντίθετο από αυτό που συμβουλεύουν τους πολίτες να κάνουν; Δεν είναι η στάση αυτή χαρακτηριστικό δείγμα ασύστολης υποκρισίας;

Το επόμενο ζήτημα που θα πρέπει να απασχολεί το μέσο πολίτη είναι το πώς κάποιοι πολιτικοί μας βρίσκονται να έχουν την περιουσία που έχουν, τη στιγμή που εμφανίζουν τεράστια δάνεια. Όλοι μας γνωρίζουμε τι συμβαίνει στο μέσο πολίτη αν βρεθεί να χρωστάει σε τράπεζα. Δεν τον γλιτώνει τίποτε από κατασχέσεις καταθέσεων ή και της ακίνητης περιουσίας του προκειμένου αυτή να διατεθεί προς πώληση προς όφελος της τράπεζας. Πώς τα καταφέρνουν οι πολιτικοί μας να χρωστάνε και να κρατάνε και τις περιουσίες τους; Και πώς βρέθηκαν με τόσο μεγάλα δάνεια; Αν έχουν επιτύχει κάποιο διακανονισμό δεν μας λένε κι εμάς τον τρόπο να τα καταφέρουμε ή μήπως ο τρόπος αυτός σχετίζεται με την ιδιότητά τους ως βουλευτών ή υπουργών; Είναι δυνατόν να μην πάει ο νους καθενός από εμάς στο πονηρό όταν βλέπει τέτοια πράγματα, ακόμη κι αν υπάρχει κάποια απολύτως νόμιμη και λογική εξήγηση για όλα αυτά; Αφήνω που ένα μεγάλο μέρος των βουλευτών, βουλευτριών και υπουργών μας βρίσκεται με περιουσίες, καταθέσεις και εισοδήματα που φτάνουν για να ζήσουν δύο γενιές μετά από αυτούς ή αυτές! Μήπως θα έπρεπε να σκεφτούμε στα σοβαρά να θεσμοθετηθεί η απαγόρευση βουλευτικής αποζημίωσης για όσους και όσες έχουν τη δυνατότητα όχι απλώς να βιοποριστούν, αλλά και να ζήσουν και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους με την περιουσία αυτή;

Φτάνουμε τώρα στο μείζον ζήτημα. Πόθεν έσχον; Δηλαδή ποια είναι η πηγή των εισοδημάτων τους; Πώς απέκτησαν την περιουσία που έχουν; Την είχαν πριν μπουν στην πολιτική ή την απέκτησαν μετά; Πλούτισαν από την πολιτική τους δράση ή βγήκαν ζημιωμένοι (καλό ανέκδοτο αυτό το δεύτερο!); Για να γίνω σαφέστερος, το «πόθεν έσχες» σημαίνει κατά κυριολεξία «από πού τα απέκτησες» και θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά το 1964, επί Γεωργίου Παπνδρέου (γέρου). Με το νόμο αυτόν οι πολιτικοί αρχηγοί, οι βουλευτές και οι υπουργοί θα κατέθεταν στη βουλή κάθε χρόνο δηλώσεις όπου θα αναφέρονταν επακριβώς και λεπτομερώς η ακίνητη περιουσία των πολιτικών προσώπων και των στενών συγγενών τους, οι καταθέσεις τους σε τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι μετοχές και τα χρεόγραφα που είχαν στην κατοχή τους καθώς και ο χρόνος κτήσης τους. Επιπλέον θα περιέχονταν αναλυτικά όλα τα εισοδήματά τους πέραν του υπουργικού μισθού ή της βουλευτικής αποζημίωσης.

Οι προθέσεις αυτών που ψήφισαν το σχετικό νόμο ήταν αγαθές, όμως τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά. Στην εποχή μας οι πολιτικοί ουσιαστικά δεν δηλώνουν το «πόθεν;», αλλά το «τι;» έσχον. Ακόμα ο έλεγχος της ακρίβειας των δηλούμενων περιουσιακών στοιχείων τους έχει μετατραπεί σε μια τυπική διαδικασία. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από περιπτώσεις υπουργών και συνεργατών τους που είτε είναι σήμερα τρόφιμοι του Κορυδαλλού ή παραδέχτηκαν ότι έλαβαν κάποια προεκλογική χορηγία από πολυεθνική εταιρεία ή που το όνομά τους συνδέθηκε με κάποιο οικονομικό σκάνδαλο. Όλοι αυτοί δεν είχαν πρόβλημα να δικαιολογήσουν το «πόθεν έσχες». Συνέπεια, λοιπόν, της δυσλειτουργίας του θεσμού είναι η απαξίωση συλλήβδην των πολιτικών. Η δημοσιοποίηση, λοιπόν, έτσι όπως γίνεται, συνιστά εμπαιγμό του εκλογικού σώματος και περιφρόνηση της νοημοσύνης των πολιτών. Πώς μπορούν να πειστούν οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι μισθοσυντήρητοι, οι συνταξιούχοι και άλλες ομάδες χειμαζόμενων πολιτών ότι θα αγωνιστούν για τη «σωτηρία» τους πολιτικοί με δεκάδες ακίνητα και με υπέρογκες καταθέσεις σε τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους;

Η λογική της ενασχόλησης με την πολιτική θα πρέπει να είναι η προσφορά υπηρεσίας στον τόπο όχι η αποκόμιση κέρδους. Υπηρέτης του λαού θα πρέπει να  είναι ο πολιτικός κι όχι λαμόγιο που αυξάνει την περιουσία του εις βάρος των κορόιδων! Το γράφει και ο Ισοκράτης στον «Αρεοπαγιτικό»: «πρέπει ο λαός ως τύραννος να διορίζει τους άρχοντες και να τιμωρεί εκείνους που παρανομούν και να παίρνει αποφάσεις για τα ζητήματα που αμφισβητούνται, εκείνοι δε που είχαν χρόνο διαθέσιμο και αρκετή περιουσία, είχαν τη γνώμη ότι πρέπει να φροντίζουν, ως υπηρέτες, για το συμφέρον των δημοσίων πραγμάτων και, αν αποδειχθούν δίκαιοι, να επαινούνται και να αρκούνται σ’ αυτή την τιμή, αν πάλι διοικήσουν κακώς την πολιτεία, να μην ελπίζουν σε καμιά επιείκεια, αλλά, αντιθέτως, να τιμωρούνται με την αυστηρότερη ποινή». Μήπως θα πρέπει να στραφούμε λίγο περισσότερο κι εμείς στα διδάγματα των προγόνων;

Γράφει

ο Κώστας Κωσταβασίλης