Οι καταστροφικές πυρκαγιές που κατακαίουν δασικές και άλλες εκτάσεις σε πολλές περιοχές της χώρας μας, τουριστικές και μη, φέρνουν στο προσκήνιο δύο μείζονα ζητήματα. Το ένα σχετίζεται με την ανάληψη της ευθύνης για τις όποιες απώλειες (ευτυχώς όχι ανθρώπων, αλλά σίγουρα πολύτιμων εκτάσεων και περιουσιών). Το άλλο σχετίζεται με τις μακροπρόθεσμες ή και μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις των καταστροφών αυτών στο περιβάλλον και στο κλίμα του τόπου μας.
Σε ό,τι αφορά την ανάληψη ευθυνών, αυτό που εμφανίζεται είναι συνήθως μια φοβία ανάληψης ευθυνών από τους οποιουσδήποτε υπεύθυνους ή καλύτερα αρμοδίους. Το λέω αυτό διότι στη χώρα μας υπάρχουν πάρα πολλοί αρμόδιοι κι ακόμα περισσότεροι αναρμόδιοι για κάτι, αλλά ελάχιστοι έως μηδαμινοί υπεύθυνοι για το ίδιο πράγμα. Ακόμα κι αν καταφέρεις να βρεις τον αρμόδιο για κάτι, το πιο πιθανό είναι να έχει μπλέξει κι αυτός σ’ ένα πλέγμα αλληλοσυγκρουόμενων ή αλληλεπικαλυπτόμενων αρμοδιοτήτων οι οποίες συνήθως δεν οδηγούν πουθενά, ειδικά εάν το ζήτημα προς επίλυση είναι ιδιαιτέρως λεπτό και υπάρχει περίπτωση να θίξει κάποιους. Έχοντας βιώσει την εμπειρία της διαχείρισης ανθρώπινων πόρων, έχω μείνει κατά καιρούς έκπληκτος από το πόσο εύκολα οι αρμοδιότητες μπορούν να χαθούν σε ένα πλέγμα ασάφειας και αδυναμίας καθορισμού αρμοδιοτήτων ή επιμερισμού μιας αρμοδιότητας σε περισσότερους του ενός παράγοντες ώστε εύκολα ο ένας να σε παραπέμπει στον άλλο χωρίς να μπορείς να του προσάψεις κωλυσιεργία.
Το πρόβλημα αυτό γίνεται μεγαλύτερο όταν εντοπίζεται στο χώρο της πολιτικής, όπου η φοβία της ανάληψης ευθυνών (υπό την απειλή του πολιτικού κόστους και της μη επανεκλογής, άρα και της απώλειας της όποιας καρέκλας και των απολαβών που αυτή συνεπάγεται) εμφανίζεται εντονότερα. Σημαντικό είναι επίσης να εξετάσουμε πώς εννοεί ο κάθε πολιτικός τη φράση «αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη» για κάτι. Αν στη λέξη ευθύνη ο πολιτικός δίνει τη σημασία της υποχρέωσης ή της αρμοδιότητας, οφείλει να διευκρινίσει με ποιον τρόπο θα υλοποιηθεί αυτή η υποχρέωση. Αν όμως δίνει τη σημασία της υπαιτιότητας, τότε οφείλει να υποστεί τις συνέπειες της ανάληψης των ευθυνών οι οποίες (στην πολιτική) σημαίνουν απομάκρυνση από τη θέση στης οποίας τις ευθύνες απέτυχε να ανταποκριθεί. Σε αντίθετη περίπτωση οι πολίτες μπορούν να αποδώσουν οι ίδιοι τις σχετικές ευθύνες μέσω της ψήφου τους στις εκλογές. Στο (όχι και τόσο μακρινό) 1989, ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει ότι αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για το σκάνδαλο Κοσκωτά, χωρίς όμως να προβεί σε αποπομπές κορυφαίων υπουργών που σχετίζονταν μαζί του. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει μεγάλο μέρος της δύναμης του κόμματός του στις εκλογές. Αλλά κι αυτό να μη σκεφτεί κάποιος, η κοινή λογική ορίζει ότι δεν έχει νόημα να λες ότι αναλαμβάνεις την όποια (πολιτική, ηθική, ποινική ή άλλη) ευθύνη, αν δεν προβαίνεις και σε πράξεις που επιβεβαιώνουν αυτή την ανάληψη.
Σε ό,τι αφορά τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της καταστροφής των δασών από τις πυρκαγιές, αυτές δεν είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Το πρόβλημα εντοπίζεται όχι μόνο στην τεράστια οικολογική καταστροφή που έχει ήδη προκληθεί, αλλά και στη συνακόλουθη ατμοσφαιρική μόλυνση. Η περιβαλλοντική καταστροφή είναι επίσης τεράστια. Εκτός από τη χλωρίδα, και η πανίδα της περιοχής, εξοντώνεται σχεδόν συνολικά. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα όλο και περισσότερες εκτάσεις να ερημοποιούνται, οπότε, θα πρέπει πραγματικά να αναρωτηθούμε κατά πόσον επιθυμούμε να συνεχίσει η ανθρωπότητα τη διαβίωσή της πάνω σε τούτον τον πλανήτη. Γιατί, αν συνεχιστούν ανάλογες καταστροφές, ο τόπος μας θα καταστεί αβίωτος. Η συνεχής αποψίλωση των δασών καθιστά τον αέρα που αναπνέουμε όλο και πιο κακής ποιότητας, τις πυρκαγιές ακολουθούν πλημμύρες, και δεν ξέρω αν υπάρχει πλέον άνθρωπος που θα τολμούσε να σκύψει και πιει νερό από ποτάμι ή έστω από πηγή ή φυσική βρυσούλα (αν υποθέσουμε ότι εξακολουθούν αν υπάρχουν τέτοιες).
Για την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών δε χρειάζεται να ληφθούν περίεργα ή πολύπλοκα μέτρα. Το δάσος μπορεί να ξαναβλαστήσει μόνο του, αρκεί να αφεθεί στην ηρεμία του και να μην υπάρξει ανθρώπινη παρέμβαση εις βάρος του. Είναι απαραίτητο να το αντιληφθούν αυτό οι αρμόδιοι, αν θέλουν να αποφευχθεί μια ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση του περιβάλλοντος, σε μια εποχή όπου οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται όλο και περισσότερο αισθητές. Όπως σημειώνει ο Κόνραντ Λόρεντς, «ο πολιτισμένος άνθρωπος, που ερημώνει με τυφλό βανδαλισμό τον φυσικό του περίγυρο από τον οποίο αντλεί τη διατροφή του, απειλεί τον εαυτό του με οικολογική καταστροφή. Όταν οι οικονομικές συνέπειες του βανδαλισμού αυτού θ’ αρχίσουν να γίνονται αισθητές, ο άνθρωπος θ’ αναγνωρίσει μάλλον το σφάλμα του, αλλά, τότε, θα είναι ίσως πολύ αργά».
Είμαστε μια γενιά (όχι τόσο εμείς οι πενηντάρηδες, αλλά κυρίως οι αρκετά μικρότεροί μας ) που έχει καταφέρει απίστευτα κατορθώματα στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας. Θα πρέπει, όμως, να έχουμε πάντα κατά νου αυτό που τονίζει σε κείμενό του ο καθηγητής Γιώργος Γραμματικάκης: «Το σπουδαίο θα ήταν να μπορούμε να υπερηφανευθούμε, σε χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια, ότι το ανθρώπινο είδος έχει κατακτήσει υψηλά επίπεδα ισότητας και αξιών, και ότι οι πόλεμοι έχουν εκλείψει και ότι η Γη, το λίκνο της ανθρώπινης ζωής, έχει επουλώσει τις πληγές στις θάλασσες, τα δάση ή την ατμόσφαιρά της, και είναι πάλι ένας πανέμορφος πλανήτης. Διάσπαρτα άλλωστε, εδώ ή εκεί, θα βρίσκονται πάντοτε τα επιτεύγματα των σπουδαίων πολιτισμών, που αιώνες τώρα συνοδεύουν τη διαδρομή του ανθρώπου. Η «εξωγήινη μοναξιά», λοιπόν, δεν φαίνεται ότι θα εγκαταλείψει εύκολα τον άνθρωπο. Η γήινή του ωστόσο μοναξιά, που είναι επικίνδυνη και πιο ανάλγητη, είναι μεγάλη ανάγκη να απαλυνθεί.» Οι σοφοί, κάθε αιώνα, μας προειδοποιούν. Μήπως ήρθε η ώρα να τους ακούσουμε;