Δεν ξέρω πόσοι από εμάς θυμόμαστε ότι την Τετάρτη, 24 Ιουλίου 2024, συμπληρώνονται 50 ακριβώς χρόνια από την ημέρα που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεφε στη χώρα με το αεροπλάνο του προέδρου της Γαλλίας Βαλερύ Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, μετά από μια απόφαση της τελευταίας στιγμής του Φαίδωνα Γκιζίκη («προέδρου Δημοκρατίας» της χούντας) κατόπιν συνεννοήσεως με τον Ευάγγελο Αβέρωφ κι ενώ ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (ηγέτης μέχρι τότε σε ό,τι είχε απομείνει από την ΕΡΕ) και ο Γεώργιος Μαύρος (θεωρούμενος αρχηγός σε ό,τι είχε απομείνει από την Ένωση Κέντρου) είχαν αποσυρθεί για να συζητήσουν το σχηματισμό κυβέρνησης που θα διαδεχόταν τη χούντα. Η άφιξη αυτή σηματοδοτούσε την άτυπη επιστροφή (η επίσημη θα γινόταν λίγους μήνες αργότερα με το δημοψήφισμα για το πολιτειακό και την προκήρυξη εκλογών) της χώρας στη δημοκρατία, μια επιστροφή την οποία οι στρατιωτικοί αναγκάστηκαν να αποδεχτούν όταν διαπίστωσαν πως ήταν ανίκανοι να διαχειριστούν την κρίση που οι ίδιοι περίπου προκάλεσαν με το πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακάριου στην Κύπρο και την επακόλουθη εισβολή των Τούρκων στο πολύπαθο νησί με τα σχέδια Αττίλας 1 και Αττίλας 2. Δεν θα ήθελα να κουράσω, στο χώρο αυτόν, με λεπτομερείς αναφορές στα ιστορικά γεγονότα εκείνης της περιόδου τα οποία αποτελούν βιώματα για όσους ανήκουν στη γενιά μου και τους μεγαλύτερους, αλλά και είναι καταγεγραμμένα καταλεπτώς σε έγκριτα βιβλία ιστορίας (ενδεικτικά αναφέρω τον τόμο ΙΣΤ της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους από την Εκδοτική Αθηνών, τα βιβλία του Στ. Ψυχάρη, «Τα παρασκήνια της αλλαγής-Ιούλιος 74», του Π. Λαμπρία, «Καραμανλής ο φίλος», του Γ. Β. Δερτιλή, «7 πόλεμοι-4 εμφύλιοι-7 πτωχεύσεις 1821-2016», του Α. Λιάκου, «Ο ελληνικός 20ος αιώνας» κ.λπ.).
Θα πρέπει, όμως, να τονίσω ότι τα πενήντα χρόνια που ακολούθησαν τη μέρα εκείνη (και που συνοπτικά έχει συνηθίσει η ιστοριογραφία να αποκαλεί με τον όρο «μεταπολίτευση») αποτελούν ίσως τη μακροβιότερη περίοδο ομαλής υπόστασης του δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα μας, με την έννοια που έχει η δημοκρατία στις μέρες μας (κοινοβουλευτική αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση του λαού μετά από εκλογές) και στο πλαίσιο του νέου ελληνικού κράτους. Οπωσδήποτε αποτελεί τη μακροβιότερη περίπτωση αβασίλευτης δημοκρατίας, αλλά, κατά την άποψή μου, και τη μοναδική, ίσως, στα χρονικά της νεότερης ιστορίας μας, περίπτωση δημοκρατίας (ακόμα και βασιλευόμενης) όπου το πολίτευμα λειτουργεί θεσμικά (με όλα του τα στραβά και τα ανάποδα βεβαίως), χωρίς παρεμβάσεις, αναστατώσεις, νοθείες, επιβουλές κ.ο.κ. Κι αυτό διότι στα 200 περίπου χρόνια ελεύθερης πορείας (190 περίπου ως ανεξάρτητη χώρα), δεν έχουμε να επιδείξουμε συνθήκες σεβασμού στις δημοκρατικές λειτουργίες, πράγμα που δεν μας τιμά ως το χώρο που διεκδικεί την τιμή να ονομάζεται «ο τόπος όπου γεννήθηκε η δημοκρατία»!
Αναφέρω χαρακτηριστικά παραδείγματα από την ιστορία μας. Τα πρώτα συντάγματα του επαναστατημένου ελληνικού έθνους (τα «συντάγματα του αγώνα» όπως ονομάστηκαν) ήταν μεν από τα πιο δημοκρατικά και ίσως τα προοδευτικότερα του καιρού τους, αλλά συνοδεύτηκαν από αιματηρότατους εμφυλίους πολέμους (το 1822-1824) καθώς κανένας από τους ηττημένους στις εκάστοτε εκλογές δεν εννοούσε να αποδεχτεί την ήττα του! Ακολούθως μας επιβάλλεται από τις μεγάλες Δυνάμεις της εποχής πολίτευμα μοναρχικό με επικεφαλής έναν Γερμανό βασιλιά (τον Όθωνα Α΄Βίτελσμπαχ) ο οποίος κυβέρνησε απολυταρχικά για καμιά δεκαριά χρόνια, μέχρι το 1843 και την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου που επέβαλε, τελικά, το πρώτο σύνταγμα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Και πάλι, όμως, δημοκρατία δεν είχαμε, καθώς το πολίτευμα ήταν απλώς «Συνταγματική Μοναρχία», δεδομένου ότι ο βασιλιάς δεν δεσμευόταν για την επιλογή του πρωθυπουργού από το αποτέλεσμα των εκλογών. Το 1862 (19 χρόνια μετά το πρώτο σύνταγμα) γίνεται επανάσταση με την οποία εκθρονίζεται ο Όθων, ορίζεται ως νέος βασιλιάς ο εκ Δανίας Γεώργιος Α΄ Γλύξμπουργκ και ψηφίζεται νέο σύνταγμα το 1864, με το οποίο και εγκαθιδρύεται η «βασιλευόμενη Δημοκρατία», βάσει της αρχής της «λαϊκής κυριαρχίας». Και πάλι, όμως, ο βασιλιάς δεν δεσμεύεται απόλυτα από το αποτέλεσμα των εκλογών, καθώς δεν ίσχυε ακόμη η «αρχή της δεδηλωμένης», η οποία εισήχθη στην πολιτική ζωή της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη το 1875 (11 χρόνια μετά το σύνταγμα). Ακολουθούν 35 περίπου χρόνια όχι εντελώς ομαλά αν σκεφτούμε ότι μέσα σ’ αυτά εντάσσεται η «πτώχευση» του 1893, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος με την ήττα του 1897 και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος το 1898, για να φτάσουμε στην πρώτη επέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας, με το «κίνημα» στο Γουδί το 1909, όπου, ναι μεν δεν εγκαθιδρύθηκε δικτατορία, αλλά δε μπορούμε να πούμε πως λειτουργούσαν και απολύτως δημοκρατικά οι θεσμοί. Η περίοδος αυτή σημαίνει την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά και μα ταραχώδη περίοδο που σημαδεύεται από τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, τον Εθνικό Διχασμό και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Περίοδος όχι ιδιαίτερα κολακευτική για τη δημοκρατική λειτουργία της χώρας, δεδομένου ότι εκλογές προκηρύσσονταν ακόμα και κόντρα στο σύνταγμα (περίπτωση Νοεμβρίου 1910 και θέρους 1915), κοινοβούλια παύονταν και στη θέση τους ανασυστήνονταν άλλα διαλυμένα (περίπτωση της «Βουλής των Λαζάρων» του 1917), η χώρα κάποια στιγμή (1916-1917) λειτούργησε με δύο κυβερνήσεις (του Βασιλιά στην Αθήνα και του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη) κ.λπ. Αλλά και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας το 1924, δεν υπήρξε ησυχία. Σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο ιστορίας ανθρωπιστικών σπουδών της Γ΄ Λυκείου, από το 1922 ως το 1936 (σε 14 χρόνια δηλ.) υπήρξαν 7 πραξικοπήματα ή απόπειρες πραξικοπημάτων με μια ενδιάμεση περίοδο δικτατορίας του Πάγκαλου. Το 1935 καταργήθηκε η αβασίλευτη δημοκρατία και ένα χρόνο μετά έχουμε τη δικτατορία του Μεταξά, και κατόπιν τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την Κατοχή.
Τα χρόνια που ακολούθησαν θα μπορούσαν να πιστωθούν ως χρόνια βασιλευόμενης δημοκρατίας, όμως η δημοκρατία αυτή ήταν ημιτελής, καθώς βασιζόταν στα «απόνερα» του πιο αιματηρού εμφυλίου πολέμου που γνώρισε η Ελλάδα στη νεότερη ιστορία της (ίσως και σε όλη την ιστορία της) και ο οποίος δίχασε σε μεγάλο βαθμό την ελληνική κοινωνία, κρατώντας ένα μεγάλο μέρος της έξω από τη νομή της εξουσίας και των δημοσίων θέσεων. Και πάλι, όμως, από το 1945 ως το 1967 μόλις 22 χρόνια κράτησε κι αυτή η στρεβλή δημοκρατία. Επομένως η περίοδος 1974-2024 είναι όντως η μακροβιότερη περίοδος δημοκρατίας στη νεότερη ιστορία μας. Αρκεί μόνον αυτό για να είμαστε ευχαριστημένοι από την κατάστασή της σήμερα; Η διαρκώς αυξανόμενη αποχή από τις εκλογές είναι εμφανές σημάδι πως όχι. Προφανώς και κάτι δεν πάει καλά με το σύστημα και θα πρέπει να προσπαθήσουμε όλοι για να το διορθώσουμε. Προπάντων θα πρέπει να μην απεμπολούμε τα δικαιώματά μας ως πολίτες και να επιμένουμε να ασκούμε κριτική στους ασκούντες την εξουσία. Σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να φτάσουμε σε σημείο να αναπολούμε τη δημοκρατία που είχαμε και αφήσαμε να φύγει μέσα από τα χέρια μας.
Δείτε εδώ κείμενα του κ.Κωσταβασίλη