Skip to content

Συμπληρώνονται σήμερα έντεκα χρόνια από τον θάνατο του ανθρώπου που ίδρυσε το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας στο Μπιζάνι Ιωαννίνων,όπου ο επισκέπτης έρχεται σε επαφή με την ιστορία, μέσα από κέρινα ομοιώματα, ξακουστών, αλλά και αφανών ηρώων, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην Ελλάδα, από την προεπαναστατική περίοδο έως και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,  αποχαιρετούν σήμερα τα Γιάννενα!!!Ο διάσημος γλύπτης Παύλος Βρέλλης,«έφυγε» αφήνοντας μας, μια τεράστια κληρονομιά.

Ποιος ήταν ο Παύλος Βρέλλης;
Γεννημένος στα Γιάννενα στις 25/3/1923, ορφάνεψε σε ηλικία 4 ετών από μητέρα. Εννέα χρόνια αργότερα χάνεται και ο πατέρας του. Η θεία του, Σοφία Παραμυθιώτη, αδερφή της μητέρας του, τον μεγαλώνει και τον σπουδάζει. Ο ρόλος της, τόσο σαν παιδαγωγός (δασκάλα η ίδια), όσο και σαν παρουσία με σπουδαία καλλιτεχνική αγωγή, τον επηρεάζει βαθύτατα. Το έργο της δύσκολο. Όχι μόνο επειδή ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος άφησε έντονα τα. σημάδια του, αλλά επειδή ο Παύλος είναι ο πλέον ζωντανός από τους ανιψιούς της. Η καλλιτεχνική του πλευρά, είχε αρχίσει ήδη να διαφαίνεται από την παιδική του ηλικία, όταν είχε ζωγραφίσει ή σμιλέψει σε ξύλο ή πέτρα, αγαπημένους του ήρωες. Η άλλη του πλευρά όμως ήταν αυτή που στάθηκε η αιτία να προχωρήσει μπροστά στη ζωή. Ο ζωντανός του χαρακτήρας και η αγάπη του για δράση και ανακαλύψεις, τον κράτησε ζωντανό πνευματικά, όταν -έφηβο πια- τον συνέλαβαν οι Γερμανοί κατά την περίοδο της κατοχής, χρησιμοποιώντας τον μαζί με άλλα παιδιά για να καθαρίζει απομεινάρια πολεμικού υλικού, που δεν είχε εκραγεί…Έχοντας ζήσει σα μελλοθάνατος, σκάλιζε στη φυλακή απλά αντικείμενα σε ξύλο, περίμενε τις τελευταίες του στιγμές, είδε φίλους να χάνονται για πάντα, αποτύπωνε μορφές συγκρατούμενων του, με διαφορετική πια ενόραση. Άρχισε να έχει τις πρώτες του πνευματικές ανησυχίες, οι οποίες τώρα πια δε βασίζονταν απλά σε μια παρόρμηση για εξερεύνηση, αλλά σε μια ανάγκη για έκφραση, μέσα απ’ αυτά που ένιωθε ότι τον αντιπροσώπευαν περισσότερο. Μετά από επιθυμία και προτροπές της θείας του, θα τον δούμε το 1945, να μπαίνει στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία και να αποφοιτά το 1947. Σε ηλικία 23 χρονών (πριν μπει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών), καταπιάνεται με τη δημιουργία προτομών. Το 1954, αποφοιτά από τη Σχολή του με Θεωρητικό και Πρακτικό Πτυχίο. Είναι, τώρα πια, ο πρώτος Ηπειρώτης που κατάφερε να περάσει στη Σχολή αυτή και ο πρώτος Ηπειρώτης που αποφοιτά απ’ αυτή, με τέτοια εφόδια. Δε σταματά εκεί τις σπουδές του. Με υποτροφία, παρακολουθεί μαθήματα Τέχνης & Τεχνικής της Χαλκογλυπτικής στη Φλωρεντία (όπου εργάζεται για σύντομο χρονικό διάστημα) και Ψηφοθεσίας στη Ραβέννα. Εργάζεται όμως, κυρίως, σαν καθηγητής Τεχνικών σε Γυμνάσια και Λύκεια. Ανακαλύπτει τις αδυναμίες του συστήματος της εκπαίδευσης και προετοιμάζει κατάλληλα, με τα μαθήματά του αυτά, μελλοντικούς υποψήφιους Αρχιτεκτονικής.

Το μουσείο στο Μπιζάνι
Έχοντας αποσυρθεί από τη μέση εκπαίδευση, με το βαθμό του γυμνασιάρχη, αγόρασε μια πετρώδη έκταση γης, 17 στρέμματα, τον Φλεβάρη του 1983, κοντά στο χωριό Μπιζάνι (απέχει 12 χλμ. από τα Γιάννενα και βρίσκεται πολύ κοντά στα ιστορικά πεδία μαχών, που σημάδεψαν τις μάχες των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-’13). Για τα επόμενα 12 χρόνια, δούλεψε πάρα πολύ σκληρά, δεδομένου ότι άρχισε όλο το εγχείρημά του, σε ηλικία 60 χρονών. Ευτύχησε να έχει την αμέριστη βοήθεια πρώην μαθητών και πιστών του φίλων και την υποστήριξη ατόμων, οι οποίοι γνώριζαν τη δουλειά του και πίστευαν στην καλλιτεχνική του φλέβα.

(Αρχι)μάστορας, ενδυματολόγος, συλλέκτης
Δούλεψε ασταμάτητα ως εργάτης, (Αρχι)μάστορας, ενδυματολόγος, συλλέκτης κι αρχιτέκτονας, προκειμένου να δώσει μορφή και ζωή, τόσο στον περιβάλλοντα χώρο όσο και στο εσωτερικό του κτιρίου που “φιλοξενεί” τα κέρινα ομοιώματά του. Κύριος σκοπός του ήταν να μπορέσει να κερδίσει τον επισκέπτη μ’ έναν ενδιαφέροντα τρόπο, ώστε να τον κάνει, σταδιακά, να αισθανθεί ο ίδιος υποκείμενο της Ιστορίας και μέσα από τη διαδικασία του “να ανακαλύπτει και να αποκαλύπτει” τα θέματα, να αποκτήσει μια πρωτόφαντη εμπειρία, διευρύνοντας τα όσα γνώριζε σχετικά με πρόσωπα και γεγονότα. Η Ελληνική Ιστορία ήταν η μόνη πηγή απ’ την οποία άντλησε τα θέματά του. Με ιδιαίτερη φροντίδα χάραξε δρόμους, διαμόρφωσε πλατείες, έφτιαξε, με τα χέρια του καλντερίμια και βραχόκηπους, μετασχημάτισε το φυσικό περιβάλλον γύρω από το μουσείο και φύτεψε αμέτρητα δέντρα και φυτά. Στο κτιριακό συγκρότημα, που περιλαμβάνει το Μουσείο, τη βιβλιοθήκη, το γραφείο και το χώρο εργασίας του, έδωσε μορφή Αστικής Φρουριακής Αρχιτεκτονικής, που συναντάται μόνο στην ενδοχώρα της Ηπείρου κατά τον 18ο αιώνα. Πάντα, σεβόμενος “τα μορφολογικά και ρυθμολογικά στοιχεία που η ίδια η παράδοση τού έχει υπαγορεύσει” όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει…

 

Πηγή: epirusgate.gr