Skip to content

Η είδηση βρισκόταν σε κάποια από τις εσωτερικές σελίδες της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ της Κυριακής» που μας πέρασε. «Πολλά παιδιά ξέχασαν να διαβάζουν και να γράφουν», ανέφερε στο τίτλο της, με τον υπότιτλο να διευκρινίζει ότι πρόκειται για «μια παρενέργεια της πανδημίας». Όπως είναι φυσικό, κινεί την περιέργεια, αλλά και την ανησυχία, καθώς στο σώμα της είδησης (άρθρο της Ντάνα Γκολντστάιν από τους Τάιμς της Νέας Υόρκης) διαβάζουμε ότι από το 2020 και μετά, εξαιτίας της πανδημίας, εκατομμύρια  παιδιά σ’  όλον τον κόσμο απείχαν από τις δραστηριότητες στα σχολεία τους και τα νηπιαγωγεία. Αυτό οδήγησε σε έντονα προβλήματα που παρουσιάζονται κυρίως στους μικρότερους και τις μικρότερες ηλικιακά μαθητές και μαθήτριες, κυρίως στην ικανότητα ανάγνωσης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εφημερίδα, «σύμφωνα με πληθώρα νέων μελετών, τα παιδιά έχουν απολέσει σημαντικά ορόσημα της ανάπτυξης της αναγνωστικής τους δεξιότητας, κάτι που δεν παρατηρείτο πριν από την έναρξη της υγειονομικής κρίσης». Το ζήτημα είναι μείζον και καίριο, καθώς, όπως έχει αποδειχθεί από σχετικές έρευνες, παιδιά που δε μπορούν να διαβάσουν με ευκολία συνήθως εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο ή δε συνεχίζουν μετά την υποχρεωτική φοίτηση, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ειδικευτούν σε κάποιο επάγγελμα, να κερδίζουν λιγότερα και τελικά, πολλές φορές, να βρίσκονται αντιμέτωπα με τη δικαιοσύνη.

Όπως υποστηρίζει η αρθρογράφος, το πρόβλημα αυτού του ιδιότυπου αναλφαβητισμού δεν οφείλεται ούτε ξεκινά με την πανδημία, απλώς η τελευταία επιβεβαίωσε, επιδείνωσε και διόγκωσε το ήδη υπάρχον πρόβλημα, καθώς τα παιδιά παρέμειναν επί μήνες μακριά από τις σχολικές αίθουσες όπου θα διδάσκονταν σωστά τη γλώσσα, θα συμμετείχαν στη διδασκαλία της μέσω και της κοινωνικοποίησης, αλλά και όταν επέστρεψαν, η αναγκαία χρήση της μάσκας (ως κύριου μέσου προστασίας από την εξάπλωση του κορωνοϊού) δεν επέτρεψε την πλήρη αφομοίωση τεχνικών ανάγνωσης και προφοράς λέξεων και γραμμάτων, ειδικά στις μικρότερες ηλικίες (νηπιαγωγείο και πρώτες τάξεις του δημοτικού). Η κατάσταση αυτή είναι άκρως ανησυχητική, αν αναλογιστεί κανείς ποια μπορεί να είναι η εξέλιξη αυτών των παιδιών. Σύμφωνα με άρθρο του εκπαιδευτικού και συγγραφέα Κυριάκου Βασιλομανωλάκη, συνέπειες της μη οργανωμένης ανάγνωσης εξωσχολικών βιβλίων αποτελούν, μεταξύ άλλων, η αδυναμία επεξεργασίας απλών σχετικά κειμένων, η ένδεια στις βάσεις των γνώσεών τους, τα σαθρά θεμέλια στο γνωστικό υπόβαθρο του νέου πολίτη, δηλαδή αδύναμη μνήμη εργασίας. Όλα αυτά οδηγούν τους νέους σε ένα φαύλο κύκλο ρηχών δράσεων, που διαμορφώνουν παθητικούς δέκτες, αδύναμους να θα υιοθετήσουν καινοτομίες. Οφείλουμε, λοιπόν, να αναρωτηθούμε ποιοι ωφελούνται και ποιοι πλήττονται από τη μειωμένη δημοφιλία της ανάγνωσης στην Ελλάδα.

Για να ανατρέψουμε αυτή την κατάσταση θα πρέπει να αναζητήσουμε τα βασικά της αίτια, τα οποία (αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις που είναι εγγενείς στο άτομο, αποδίδονται σε δυσλειτουργία ή ατελή αντιληπτική ικανότητα του εγκεφάλου στην κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση των λεκτικών ερεθισμάτων) εντοπίζονται κατά βάση στην απόλυτη κυριαρχία τη εικόνας, πάνω στη νέα γενιά. Δυστυχώς η κυριαρχία της εικόνας στις μέρες μας είναι αδιαμφισβήτητη. Οι εικόνες κατακλύζουν τις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, ενώ καθορίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό των εμπειριών των ανθρώπων. Αποτελούν το κυριότερο μέσο παρουσίασης της γνώσης, των καταναλωτικών αγαθών. Από τη φωτογραφία, την τηλεόραση, την αφίσα, τα κόμικς, ως τον κινηματογράφο, το διαδίκτυο, τις πολυμεσικές εφαρμογές, τις εικονικές προσομοιώσεις, τα οπτικά μέσα κυριαρχούν ως πρώτιστες μορφές επικοινωνίας. Ως εκ τούτου σύμφωνα με τον Yenawine ο βαθμός εγγραμματοσύνης ενός ατόμου στην σύγχρονη δυτική κοινωνία εξαρτάται και καθορίζεται από το κατά πόσο είναι σε θέση ν’ αναγνωρίζει, «διαβάζει», αναλύει και αξιοποιεί ποικίλα είδη εικόνων και εκφραστικών μέσων.

Είναι όμως αυτό, από μόνο του, αρκετό για να διαμορφώσει σωστούς πολίτες, κριτικά σκεπτόμενα άτομα που θα είναι ικανά να αναλύουν τα γεγονότα, να αντιλαμβάνονται τις διάφορες προεκτάσεις τους, να αναζητούν αίτια και επιπτώσεις και να κινητοποιούν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους στην κατεύθυνση της αναζήτησης ή και της επινόησης λύσεων; Η απάντηση στο καίριο αυτό ερώτημα είναι πως όχι. Ο γραμματισμός στις εικόνες δε μπορεί να είναι ποτέ, από μόνος του, επαρκής για τη διαμόρφωση ολοκληρωμένου δημοκρατικά σκεπτόμενου πολίτη, κι αυτό είναι κάτι που το βιώνουμε έντονα στις μέρες μας, με το φανατισμό και τη βία να έχουν φτάσει σε υψηλότατα επίπεδα.

Επιβάλλεται, επομένως, να ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας να απεγκλωβιστούν από την δεσποτεία των εικόνων και να ασχοληθούν κάπως με το διάβασμα. Δεν έχει σημασία, στην αρχή, τι θα διαβάσουν, αρκεί να διαβάσουν κάτι. Έρευνες έχουν δείξει ότι η πολύ προσεκτική ανάγνωση ενός βιβλίου αυξάνει τη ροή του αίματος σε συγκεκριμένα τμήματα του εγκεφάλου. Αυτά τα τμήματα φαίνεται ότι συνδέονται με την κριτική σκέψη και δεν έχει καμία σημασία τι επιλέγει ο καθένας μας να διαβάσει, αρκεί να του προκαλεί ευχαρίστηση. Έχει ανακαλυφθεί ότι θέτουμε σε λειτουργία ένα εντελώς διαφορετικό τμήμα του εγκεφάλου μας όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο. Συγκεκριμένα τίθεται σε λειτουργία μια περιοχή του εγκεφάλου που συνδέεται με τη σωματική αίσθηση και κίνηση. Αυτό είναι που μας κάνει την ώρα της ανάγνωσης να νιώθουμε μέρος του βιβλίου και ότι ζούμε ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Έτσι βελτιώνεται η φαντασία μας και η δημιουργική μας ικανότητα. Συνοπτικά, το διάβασμα ενισχύει κατά πολύ τη λειτουργία του εγκεφάλου, την κριτική μας σκέψη και συνεπαγωγικά την γαλούχηση του χαρακτήρα μας. Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε τέτοιες μικρές προσθήκες στην καθημερινότητά μας, για να μπορούμε να διατηρούμε μια ισορροπημένη και ευτυχισμένη ζωή.

Γράφει ο

Κώστας Κωσταβασίλης