Skip to content

Η εβδομάδα που μας πέρασε σημαδεύτηκε από μια συστάδα γεγονότων που θα μπορούσαν να κατανεμηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες, ανάλογα με το κεντρικό τους περιεχόμενο. Η μία ομάδα αφορά τα γεγονότα που σχετίζονται με τη βία (νόμιμη και παράνομη, έμμεση και άμεση) που κυριάρχησε τόσο με τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη, όσο και με την απεργία πείνας του Κουφοντίνα αλλά και με την είσοδο αστυνομικών στο ΑΠΘ για να εκκενώσουν μια ήδη ληγμένη κατάληψη. Η δεύτερη ομάδα αφορά τη συνεχιζόμενη αυξημένη καταγραφή κρουσμάτων, νοσηλευομένων στην εντατική και θανάτων από τη μάστιγα του κορωνοϊού, παρόλο που βρισκόμαστε  σε (χαλαρότερη ή πιο αυστηρή) απαγόρευση κυκλοφορίας για πέμπτο συνεχόμενο μήνα. Άποψή μου είναι πως και οι δύο αυτές ομάδες γεγονότων σχετίζονται τόσο με την αντίληψη και τη νοοτροπία των κρατούντων ( όχι μόνο της δικής μας κυβέρνησης, αλλά και γενικότερα όλων αυτών που έχουν την ευθύνη των αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση) σχετικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν το λαό (προσοχή, όχι τους πολίτες, αλλά τη μάζα, διότι έτσι θέλουν να μας βλέπουν) και το ποια συμφέροντα θα πρέπει πρωτίστως να εξυπηρετούνται (προφανώς όχι αυτά των πολιτών), όσο και με την κούραση και την απογοήτευση των πολιτών που υφίστανται την απαγόρευση χωρίς να βλέπουν ορατά αποτελέσματα. Ας δούμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Όλο το ζήτημα, κατά τη γνώμη μου, σχετίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό με την παρατεταμένη απαγόρευση κυκλοφορίας στη χώρα, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της μάστιγας του κορωνοϊού από την κυβέρνηση. Αυτό είναι περισσότερο εμφανές, αν συγκρίνει κανείς τα αποτελέσματα της πρώτης απαγόρευσης πριν από ένα χρόνο με αυτά της τωρινής. Πέρσι αντιμετωπίζαμε ένα πρωτόγνωρο γεγονός, είχαμε και τις εικόνες της Ιταλίας να μας χτυπούν το καμπανάκι και, επομένως, ήταν αναπόφευκτο, κάποια στιγμή, να υπάρξει απαγόρευση κυκλοφορίας. Υπήρξε μια μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία (δυσανάλογα μικρότερη, όμως, σε σχέση με τα ποσά που φέρεται να δαπανήθηκαν για την εκπόνηση και προβολή της), «επιστρατεύθηκε» για την ενημέρωση του πληθυσμού ένας διακεκριμένος πανεπιστημιακός με διεθνή αναγνώριση ( ο κος Σωτήρης Τσιόδρας) και τα αποτελέσματα ήταν τόσο θετικά που η χώρα μας προβλήθηκε ως ασφαλής τουριστικός προορισμός και οι Έλληνες πήραν παγκοσμίως εύσημα για τη στάση τους.

Εννοείται πως  τα όσα ακολούθησαν δεν ανταποκρίθηκαν στους διθυράμβους που εκπέμφθηκαν από τα ΜΜΕ στο τέλος της πρώτης απαγόρευσης. Ο τουρισμός άνοιξε χωρίς περιορισμούς (επί της ουσίας), επειδή η οικονομία χρειαζόταν μια τονωτική ένεση, αλλά καμία μέριμνα δεν ελήφθη για την αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος της πανδημίας το οποίο όλοι οι ειδικοί περίμεναν από τα μέσα του Φθινοπώρου. Δεν διαμορφώθηκαν περισσότερες ΜΕΘ, δεν προσελήφθη επιπλέον ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, τα σχολεία άνοιξαν χωρίς να ληφθούν οι αναγκαίες προφυλάξεις (μείωση αριθμού μαθητών ανά τμήμα, πρόσληψη περισσότερων αναπληρωτών ώστε να περιοριστεί η μετακίνηση εκπαιδευτικών από σχολείο σε σχολείο, πρόσληψη επιπλέον προσωπικού καθαριότητας κ.λπ). Μέχρι και οι μάσκες που μοιράστηκαν σε μαθητές και εκπαιδευτικούς ήταν ακατάλληλες! Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τις αστοχίες στον προγραμματισμό των εμβολιασμών (κεντρικά από την Ε.Ε.) αλλά και τα ευτράπελα με τους εκτός σειράς εμβολιασμούς για κυβερνητικά και κομματικά στελέχη, συγγενείς και φίλους, ακόμη και πανεπιστημιακούς, δημιούργησαν ένα κλίμα δυσπιστίας που ενισχύθηκε από την απογοήτευση εξαιτίας της διόγκωσης των αρνητικών στοιχείων στους αριθμούς, και της υπεροπτικής (μερικές φορές) στάσης των υπευθύνων που ανακοινώνουν τα εκάστοτε μέτρα καθώς και από την κούραση του συνεχούς εγκλεισμού και την απελπισία από την αδυναμία να σχεδιαστεί κάποιο ευοίωνο μέλλον. Έτσι φτάσαμε στα μαζικά κορωνοπάρτι,  τις καρναβαλικές πορείες στην Ξάνθη και την Πάτρα, στη λειτουργία κέντρου διασκέδασης στην Αθήνα.

Η κούραση και η δυσπιστία οδήγησαν τους ανθρώπους (σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση των μέτρων) να επιδιώκουν την συχνότερη έξοδο από τα σπίτια τους. Ζούμε, ας μην το ξεχνάμε αυτό, στην Ελλάδα και στη χώρα μας ο ήλιος και ο ουρανός σε προκαλούν να τους απολαύσεις. Οι έξοδοι αυτές προκαλούν τη δυσπιστία σε όλους εκείνους που έχουν αναλάβει την εφαρμογή των μέτρων και οι οποίοι αισθάνονται όχι μόνο την ευθύνη, αλλά και τη δύναμη της εξουσίας. Παλαιότερα είχα αναρωτηθεί «ποιος θα προστατέψει την κοινωνία από τους φύλακές της» και, δυστυχώς, η πραγματικότητα δικαίωσε τις επιφυλάξεις που είχα διατυπώσει τότε σχετικά με τους κινδύνους αυταρχισμού που εγκυμονεί η ανεξέλεγκτη εξουσία. Η δυνατότητα άσκησης νόμιμης βίας μπορεί να γίνει αφορμή για την κατάχρησή της. Η κατάχρηση τέτοιας βίας δυστυχώς συνοδεύεται από αντίδραση που εκμεταλλεύεται τη δικαιολογημένη αγανάκτηση. Η αντίδραση αυτή οδηγεί σε αντι-βία η οποία με τη σειρά της επιφέρει άσκηση νόμιμης βίας. Ο φαύλος αυτός κύκλος επαναλαμβανόμενος οδηγεί σε υπονόμευση της δημοκρατίας. Το βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου γράφει για την περίοδο 1933-1935 που οδήγησε στη δικτατορία Μεταξά: «… στην πολιτική ζωή έκανε ξανά έντονη την παρουσία της η τακτική της βίας. Εκτός από τους στρατιωτικούς άρχισαν και πολιτικοί να δικαιολογούν ξανά τη χρήση βίας». Σήμερα, δόξα τω Θεώ, δε ζούμε σε εκείνη την εποχή κι έχουμε ασφαλιστικές δικλείδες τόσο ενάντια στην αλόγιστη και απρόκλητη βία, όσο και απέναντι σε πρακτικές κατάχρησης της εξουσίας ή προσπάθειες έμμεσης βίας (όπως η προσπάθεια εκβιασμού από τις μεγάλες εταιρείες για να κερδοσκοπήσουν από τα εμβόλια). Ας διδαχθούμε από την Ιστορία και ας μην επαναλάβουμε τα λάθη που οδήγησαν στο φασισμό τη δεκαετία του 30.