Την Κυριακή που μας πέρασε στη γειτονική μας Ιταλία έγιναν εκλογές.
Όπως αναφέρει η ειδησεογραφική ιστοσελίδα iefimerida, η εκλογική διαδικασία προχώρησε χωρίς προβλήματα με τα εκλογικά κέντρα να υποδέχονται εκατομμύρια Ιταλούς για την ανάδειξη των νέων αιρετών οργάνων και της κυβέρνησης κατ’ επέκταση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ιταλικού υπουργείου εσωτερικών, έως τις 19:00 το βράδυ τοπική ώρα της Κυριακής, είχε ψηφίσει το 51% των εχόντων δικαίωμα.
Σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2018, καταγράφεται μείωση της συμμετοχής κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες.
Παρ όλη τη μικρή συμμετοχή, όμως, οι εκλογές είναι έγκυρες και δεν παύουν να έχουν απτά αποτελέσματα.
Έτσι, σύμφωνα με την ιστοσελίδα, αυτές οι εκλογές είναι πιθανό να δημιουργήσουν την πιο δεξιά κυβέρνηση που είχε η Ιταλία από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Ένας συνασπισμός με επικεφαλής τους Αδερφούς της Ιταλίας της ακροδεξιάς Τζόρτζια Μελόνι, ένα κόμμα με νεοφασιστική προέλευση, αναμένεται να εξασφαλίσει μια σημαντική νίκη και στα δύο αιρετά σώματα, το Κοινοβούλιο και τη Γερουσία.
Αν συμβεί αυτό, η Μελόνι θα είναι η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας, ενώ η Ευρώπη αναμένει τουλάχιστον με προβληματισμό το εκλογικό αποτέλεσμα της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας στην ΕΕ.
Ο δεξιός συνασπισμός, με επικεφαλής τους Αδελφούς της Ιταλίας, περιλαμβάνει την ακροδεξιά Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και τη δεξιά Forza Italia, υπό την ηγεσία Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Το PD, το κύριο κόμμα της κεντροαριστεράς, τρέχει με την υποστήριξη ορισμένων δευτερευόντων, αριστερών, φιλοευρωπαϊκών και πράσινων κομμάτων, με επικεφαλής τον Ενρίκο Λέτα.
Το Κίνημα των 5 Αστέρων παραμένει εκλογικά αυτόνομο, με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό, Τζουζέπε Κόντε.
Το αποτέλεσμα αυτό θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στην Ευρώπη τη δεκαετία του 30.
Τότε η γηραιά ήπειρος είχε ταλαιπωρηθεί από μια εξαιρετικά βίαιη οικονομική κρίση που οδήγησε σε φτωχοποίηση το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε όλες σχεδόν τις χώρες της.
Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις, όμως, αυτών των εξελίξεων βρίσκονταν στο πολιτικό πεδίο.
Τα ισχυρά συγκεντρωτικά κράτη που αναδείχθηκαν μέσα από τις συγκεντρωτικές οικονομικές διαδικασίες, προκαλούσαν την ανάδειξη και την κυριαρχία ολοκληρωτικών κινημάτων και καθεστώτων σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη.
Καθώς προχωρούσε η δεκαετία της κρίσης, η δεκαετία του 1930, ολοένα και περισσότερα κράτη αποκτούσαν δικτατορικά ή φασιστικά καθεστώτα.
Η Ελλάδα δεν ξέφυγε από το γενικό κανόνα.
Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς, με την ανοχή του παλατιού, προχώρησε στην κατάλυση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος και στην επιβολή δικτατορίας.
Μετά την πρόσφατη θεαματική άνοδο της ακροδεξιάς στη Γαλλία, την νίκη της ακραίας συντηρητικής Λιζ Τρας στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία έρχεται να δώσει το στίγμα μιας τάσης, στην οποία η κυβέρνηση συνασπισμού των σοσιαλιστών στη Γερμανία μάλλον αποτελεί εξαίρεση.
Στο σημείο αυτό μάλλον θα πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε για το τι μας επιφυλάσσει το μέλλον.
Το λέω αυτό διότι φαίνεται πως μάλλον ισχύει για την ανθρώπινη φύση αυτό που είχε γράψει πριν περίπου 2.400 χρόνια ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης ο Αθηναίος.
Όταν ο Θουκυδίδης αποφάσισε να εξιστορήσει τον Πελοποννησιακό πόλεμο, πίστευε ακράδαντα στη χρησιμότητα του έργου του για τις επόμενες γενεές.
Άλλωστε ο ίδιος το δηλώνει χαρακτηριστικά:
«Και ίσως η έλλειψη του μυθικού στοιχείου από το έργο μου θα το κάνει να φανεί στ’ αυτιά λιγότερο ευχάριστο.
Όσοι όμως θα θελήσουν να γνωρίσουν με ακρίβεια και αυτά πού έγιναν και όσα, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, θα γίνουν πάλι στο μέλλον τέτοια ή παραπλήσια, θα μου είναι αρκετό αν θεωρήσουν ωφέλιμα αυτά πού γράφω.
Το έργο μου είναι περισσότερο ένα απόχτημα παντοτινό, παρά ένα ευχάριστο ανάγνωσμα της στιγμής».
Αυτό πού βγαίνει ως πίστη του Θουκυδίδη, είναι ότι οι άνθρωποι αντιδρούν παρόμοια κάτω από παρόμοιες συνθήκες και ότι αυτό συμβαίνει και θα συμβαίνει όσο η ανθρώπινη φύση παραμένει αμετάβλητη.
Σ’ αυτή την πίστη στηρίζεται ο διδακτικός και προγνωστικός χαρακτήρας της ιστορίας του Θουκυδίδη.
Τα λεγόμενά του, δυστυχώς, φαίνονται να έχουν βάση, διότι η αντίδραση των ανθρώπων στην κρίση, τη φτωχοποίηση και την απώλεια ακόμα και της ατομικής τους αξιοπρέπειας, φαίνεται να παραμένει από τότε η ίδια.
Το φάσμα του φασισμού ξαναβρίσκει γόνιμο και πρόσφορο έδαφος για να δραστηριοποιηθεί εκ νέου.
Το κακό είναι ότι οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται να κάνουν τα λάθη που οι Γερμανοί έκαναν εδώ και περίπου 100 χρόνια, καταλήγοντας στο φρικτότερο και πιο ματωμένο μακελειό του αιώνα που πέρασε, το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Μέσα από την απροθυμία του κεφαλαίου να περιορίσει τα υπερκέρδη του, την αδυναμία των δημοκρατικών κυβερνήσεων να εξασφαλίσουν αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο στους πολίτες τους και την απαξίωση της πολιτικής, των πολιτικών και των θεσμών, σταδιακά, οι ναζί άρχισαν να κερδίζουν έδαφος, στις τοπικές εκλογές αρχικά, τις περιφερειακές αργότερα και, τέλος, στις γενικές εκλογές, μέχρι που κέρδισαν την εξουσία και ουσιαστικά ανέστειλαν κάθε δημοκρατική διαδικασία.
Τα κόμματα του Κέντρου, της Δεξιάς και της Αριστεράς, έφεραν μεγάλη ευθύνη διότι αγνόησαν τα πρώτα δείγματα γραφής των ναζί και βρέθηκαν εκτός νόμου, τη στιγμή που υπήρχαν αρκετά στοιχεία ανόδου τους.
Ο φασισμός και ο αυταρχισμός δεν δείχνουν εξαρχής το πραγματικό τους πρόσωπο, αλλά το κρύβουν πίσω από τη μάσκα ενός ψευδεπίγραφου πατριωτισμού και μιας κατ’ επίφαση επίδειξης ενδιαφέροντος για τον απλό άνθρωπο.
Ας μην ξεγελαστούμε από αυτό κι ας μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη που η Ευρώπη έκανε στο παρελθόν.