Η πρόσφατη δημόσια αντιπαράθεση του υπουργού εξωτερικών κ. Νίκου Δένδια με τον ομόλογό του της Τουρκίας προκάλεσε σειρά θετικών αντιδράσεων, δεδομένου ότι, όπως φάνηκε στις κάμερες, ο Έλληνας υπουργός δεν δίστασε να απαντήσει με θάρρος και χωρίς υπεκφυγές σε προκλητικές δηλώσεις του κ. Τσαβούσογλου. Η στάση του κ. Δένδια χαρακτηρίστηκε ως εθνικά υπερήφανη, θαρραλέα και ταιριαστή σε ευρωπαίο αξιωματούχο που δεν διστάζει να απαντά σε προκλήσεις και μάλιστα στην έδρα του αντιπάλου του. Ιδιαίτερα σχολιάστηκε το καυστικό χιούμορ του Έλληνα υπουργού, όταν, απευθυνόμενος στον τούρκο ομόλογό του, είπε «ελπίζω να μην ακυρώσεις την πρόσκληση σε δείπνο γιατί πεινάω εξαιρετικά». Όλα αυτά θα ήταν πολύ όμορφα, αν δεν υπήρχαν ορισμένα δεδομένα που προκαλούν ανησυχία κι επιφυλακτικότητα.
Καταρχάς η ίδια η περίσταση αλλά και η θέση των δύο χωρών στο χώρο της Μεσογείου προκαλεί αρκετά ερωτηματικά ως προς το χρόνο και τις συνθήκες αυτής της δημόσιας αντιπαράθεσης. Μιλάμε για την Τουρκία η οποία ασκεί προκλητική πολιτική και αμφισβητεί τις διεθνείς συνθήκες με την ανοχή, αν όχι και με την ενθάρρυνση, των «συμμάχων» μας και «εταίρων» μας. Εκτός κι αν ελήφθη κάποια απόφαση κυρώσεων για τις προκλητικότητες της Τουρκίας με το Ουρούτς Ρέις και τα πλήθη μεταναστών και δεν το καταλάβαμε. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί «χαϊδεύουν» τη γείτονα χώρα διότι προσβλέπουν στη ζωτικής σημασίας παρέμβασή της στο χώρο της Μέσης Ανατολής (Ιράκ, Ιράν, Συρία), σε σημείο που να ανεχτούν τη ντε φάκτο παραβίαση των όρων της Συνθήκης της Λωζάννης όσον αφορά τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας και τη στρατιωτική της επέμβαση στη Συρία. Με δεδομένη τη δική μας (οικονομική και πολιτική) εξάρτηση από τις αντίστοιχες δυνάμεις (μόνο κατ’ όνομα είμαστε «εταίροι» με τους Ευρωπαίους όταν μας έχουν δεμένους με δάνεια, μνημόνια κ.λπ.), πόσο εύκολο είναι να πιστέψει κανείς ότι ο Έλληνας υπουργός εξωτερικών, προσκεκλημένος του Τούρκου προέδρου, ενώπιον των τουρκικών Μ.Μ.Ε. «έβαλε στη θέση του» τον τούρκο υπουργό εξωτερικών χωρίς να υπάρξει κάποια αντίδραση ή αύξηση της προκλητικότητας; Μπορεί να γίνομαι πολύ απαισιόδοξος, αλλά νομίζω ότι, με τα δεδομένα που έχουμε, κάτι τέτοιο παρα-είναι καλό για να είναι αληθινό.
Επιπλέον οι απαντήσεις του υπουργού μας, σε κάποια σημεία δημιουργούν ανησυχία από μόνες τους. Για παράδειγμα, η αναφορά του στην παρουσία στρατού στα νησιά μας: όπως αναφέρουν οι ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, η ακριβής αναφορά του κ. Δένδια ήταν: «Στρατός στα νησιά υπάρχει γιατί απειλούνται από κάπου. Αν δεν υπάρχει αποβατική απειλή ας μας το πουν». Δηλαδή, αν οι Τούρκοι (οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, είναι θεωρητικώς σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ) διαβεβαιώσουν ότι δεν έχουν καμία πρόθεση να κάνουν απόβαση στα νησιά του Αιγαίου, εμείς θα πρέπει να αποσύρουμε το στρατό μας από εκεί; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό προκύπτει από μια κατά γράμμα εφαρμογή των όρων της Συνθήκης της Λωζάννης (που μιλά για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών), αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια η Τουρκία παραβίασε πρώτη τους όρους αυτούς με τη συμπεριφορά της έναντι των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Πρόκειται για μια συμπεριφορά αρκετά συνεπή στην προκλητικότητά της που επιβιώνει ανεξάρτητα από την όποια αλλαγή στην ηγεσία της τουρκικής πολιτικής, ή τις μεταβολές στη σχέση του στρατού με την πολιτική της ηγεσία, χάρη στην ανοχή (αν όχι και την ενθάρρυνση, όπως στην περίπτωση της εισβολής στην Κύπρο) και του ξένου «συμμαχικού» παράγοντα. Με ένα τέτοιο ιστορικό υπόβαθρο, πόσο εύκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι η Τουρκία «βρήκε το μάστορά της» στο πρόσωπο του Έλληνα υπουργού των εξωτερικών;
Βρισκόμαστε σε μια ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή (ας μην ξεχνάμε ότι τα Βαλκάνια κάποτε είχαν χαρακτηριστεί ως «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης»), σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη όσο και δύσκολη συγκυρία, με την οικονομική κρίση να επιδεινώνεται λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, τα παγκόσμια αποθέματα υδρογονανθράκων να βαίνουν σταδιακά σε ελάττωση, με αποτέλεσμα να καθίστανται ελκυστικά ακόμα και μέχρι τώρα ασύμφορα κοιτάσματα, τις οικονομικά ισχυρότερες χώρες να επιχειρούν να δεσμεύσουν τους ενεργειακούς πόρους (νερό, θερμική ενέργεια κ.λπ.) των ασθενέστερων, μεγάλες μάζες προσφύγων και μεταναστών από τις φτωχότερες και πιο υπανάπτυκτες χώρες να εισρέουν στις μεθοριακές χώρες με το όνειρο της μετάβασης στον Ευρωπαϊκό βορρά και την υλοποίηση του ευρωπαϊκού (κατά το πρότυπο του «αμερικανικού») ονείρου. Μέσα σ’ ένα τέτοιο πολύπλοκο και σύνθετο κλίμα, όπου τα δεδομένα αλλάζουν συνεχώς, οι κινήσεις εντυπωσιασμού δεν είναι ούτε άχρηστες ούτε αμελητέες. Θα πρέπει όμως να μη μένουμε σ’ αυτές και να μην επαναπαυόμαστε, αλλά να γίνει κοινή προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας εθνικής πολιτικής για τα εξωτερικά ζητήματα, τέτοιας που να μη μεταβάλλεται ανάλογα με την κάθε κυβέρνηση, όσον αφορά τα βασικά της σημεία. Ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει κάποτε ότι «στην πολιτική υπάρχουν πράγματα τα οποία γίνονται χωρίς να λέγονται, όπως υπάρχουν και πράγματα τα οποία λέγονται χωρίς να γίνονται». Ας ελπίσουμε ότι η αντιπαράθεση που έλαβε χώρα μπροστά στις κάμερες στην Άγκυρα δεν ήταν κάτι από τα δεύτερα ως κάλυψη κάποιων από τα πρώτα.