Ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Μακρυγιάννης», μας έχει συνηθίσει όχι μόνο σε ποιοτικές και υψηλού επιπέδου παραστάσεις, αλλά και σε επιλογές έργων που προσφέρουν, πέρα από τη διασκέδαση, μια διέξοδο πραγματικής ψυχαγωγίας. Φέτος συνεχίζει αυτή την παράδοση ανεβάζοντας το έργο «Η βασίλισσα ομορφιάς του Λίνεην», του διάσημου Αγγλο-Ιρλανδού συγγραφέα, Μάρτιν ΜακΝτόνα. Ο ΜακΝτόνα, γεννημένος το 1970 στην Αγγλία από Ιρλανδούς γονείς με στενούς δεσμούς με την ιδιαίτερη πατρίδα τους, είναι επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, ενώ τα πολυβραβευμένα θεατρικά του κάνουν μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως. Ο ίδιος τα χαρακτηρίζει ως «μαύρες κωμωδίες», όχι άδικα, αφού σε όλα τα έργα του υπάρχει μια λοξή, διαφορετική, λίγο περίεργη και παράξενη ματιά που φωτίζει, σε ένα μεταίχμιο ιλαροτραγικό και ακραία βίαιο μαζί, πρόσωπα και γεγονότα. Η γραφή του φέρνει στο προσκήνιο, ωμή, την ανθρώπινη μοναξιά, την απελπισία, ποτισμένη με διαβρωτικό χιούμορ. Ανατέμνει τις σχέσεις και τις ρωγμές των ανθρώπων επιθετικά, με σασπένς, με ανατροπές, με έναν τρόπο παράδοξο και μοναδικό.
Η βασίλισσα ομορφιάς του Λίνεην, έκανε πρεμιέρα το 1996, αλλά, μορφολογικά, θα μπορούσε να χρονολογηθεί σε οποιαδήποτε στιγμή του 20ού αιώνα. Το ενιαίο σκηνικό με τη ρεαλιστική αναπαράσταση ενός ιρλανδικού εξοχικού σπιτιού, η δίπρακτη δομή και η ιστορία μιας ενήλικης κόρης της οποίας τα όνειρα ματαιώνονται από τις απαιτήσεις μιας μητέρας, θα μπορούσαν να βρίσκονται σε κάθε θεατρικό έργο από την εποχή του Ίψεν και μετά. Ο ηλεκτρικός βραστήρας, η απουσία κινητών τηλεφώνων και η επικοινωνία με επιστολές επιτρέπουν μια χρονολόγηση στα τέλη του 20ού αιώνα, αλλά η γοητεία της βασίλισσας ομορφιάς του Λήνεην έγκειται εν μέρει στη διαχρονικότητά της. Αυτό εντείνεται και από τις τεχνικές που χρησιμοποιεί ο ΜακΝτόνα. Παραθέτει όχι μία, αλλά δύο επιστολές που δεν έχουν παραδοθεί, ένα μελοδραματικό τέχνασμα, που κάνει το κοινό να αγωνιά. Αν και το ελληνικό κοινό δεν είναι εξοικειωμένο με τη σκοτεινή και κατά κάποιο τρόπο υποκριτική ψυχοσύνθεση των καθολικών Ιρλανδών, δεν υπάρχει Έλληνας που να μη συγκινείται με το θέμα της μετανάστευσης, την ένταση μεταξύ του ρομαντισμού της αγροτικής υπαίθρου και της οικονομικής επιβίωσης στο εξωτερικό. Η πλοκή επικεντρώνεται γύρω από τη Μωρήν, μια ανύπαντρη γυναίκα στα 40 της που ζει με τη χειριστική μητέρα της Μαγκ. Η Μωρήν είναι μια παρθένα που ονειρεύεται να απελευθερωθεί από τη δυστυχία της ζωής της στο Λίνεην, στην επαρχία Κονεμάρα της Ιρλανδίας. Τότε εμφανίζεται ο Πάτο, ένας πιθανός «ιππότης» για να τη «σώσει» από τη δυστυχία της, και τα πράγματα παίρνουν ακόμα πιο σκοτεινή τροπή.
Οι κοφτές εναλλαγές προτάσεων και ένα καστ απόκοσμων χαρακτήρων, που αναδεικνύονται μέσα από την έλλειψη πολυπλοκότητας, διαμορφώνουν μια τραγικοκωμωδία με βαθιές ρίζες στην ιρλανδική παράδοση. Αυτό δεν είναι παράδοξο καθόσον η Βασίλισσα ομορφιάς του Λίνεην συνδυάζει τη σύγχρονη κωμικοτραγική πραγματικότητα με την παράδοση της ιρλανδικής υπαίθρου. Οι λάτρεις του σκοτεινού χιούμορ θα αγκαλιάσουν τα αδιέξοδα και ο τόνος τίθεται αμέσως από την αρχή του έργου, όταν συναντάμε τη Μαγκ και τη Μωρήν να ανταλλάσσουν «κακιούλες». Και οι τέσσερις ηθοποιοί τονίζουν την κωμική πτυχή των γραμμών τους που αναδεικνύει το Ιρλανδικό χιούμορ. Ωστόσο, όλο αυτό δεν καταλήγει στο κιτς και την ιλαρότητα. Ο ΜακΝτόνα είναι σοβαρός. Κρατά την προσοχή μας με μια βασανιστική σύγκρουση χαρακτήρων που είναι κλειδωμένοι σε μια πλοκή που είναι εξίσου αστεία, θλιβερή και βίαιη.
Η σκηνοθέτης Ζωή Μπατζώκα δεν έπεσε στην παγίδα να προσπαθήσει να «ελληνοποιήσει» ένα έργο που δεν είναι ιδιαίτερα οικείο στην ψυχοσύνθεση του νεοέλληνα, αλλά ανέδειξε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του έργου του ΜακΝτόνα, ιδίως τη διαχρονικότητα και την παγκοσμιότητά του. Επέμεινε ιδιαίτερα στο μεγάλο πρόβλημα της μετανάστευσης και της εκμετάλλευσης των αδυνάμων από τους πάσης φύσεως ισχυρότερους και καθοδήγησε τους/τις ηθοποιούς ώστε να μετακινούνται με άνεση από τα κωμικά στα τραγικά στοιχεία του χαρακτήρα τους. Γαντζωμένη στην άκρη της κουνιστής καρέκλας της, η Ιουλία Σωτηρίου είναι συναρπαστικά απαίσια ως Μαγκ, χειριστική ηλικιωμένη μητέρα, της οποίας το γλυκό χαμόγελο διαψεύδει ένα φαύλο ταπεραμέντο. Με μάτια γρήγορα, χέρια τσακωμένα, στόμα που υπομειδιά ύπουλα, παίζει την ανήμπορη, ενώ παραμένει διαβολικά κοφτερή. Το ταλέντο της είναι τόσο που όταν έρχεται το τέλος, καταφέρνει επίσης να μας κάνει να τη λυπηθούμε, ειδικά στις σκηνές όπου το σώμα της πρέπει να συμπεριφέρεται ως μαριονέτας.
Η Όλγα Τσιάφη καταλαβαίνει ότι η 40χρονη Μωρήν περιφρονεί ανοιχτά τη μητέρα της και μοιραία βρίσκεται υπό τον έλεγχό της. Χαμογελαστή όσο και θλιμμένη, τραχιά αλλά και άμεση, κρατά τα πράγματα κωμικά άβολα, για να αποκαλύψει σταδιακά την εσωτερική της βασίλισσα ομορφιάς, αναδεικνύοντας τις φευγαλέες ματιές μιας ψυχωτικής και σαδιστικής προσωπικότητας. Το ξέσπασμά της στο τέλος, διατηρημένο στο μέτρο που απαιτεί η τραγικότητα της στιγμής, αποτελεί δείγμα υψηλού ταλέντου που συνδυάζεται με πολλή εργατικότητα. Ο Κώστας Γρούμπας αποδίδει έναν συναρπαστικό Πάτο που μεταδίδει καλοσύνη, απεικονίζοντας με επιτυχία τις διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητας του χαρακτήρα του σε σύντομο χρονικό διάστημα. Είναι τρυφερός, άτακτος, στοργικός, με κατανόηση, θρασύς και συγκινεί το κοινό. Οι εκφράσεις του προσώπου του και η στάση του σώματός του, ειδικά στα σημεία όπου πρέπει να δείξει αμηχανία, καταδεικνύουν τη μεγάλη του εμπειρία σε σημείο που να θεωρεί κανείς ότι έχει μπροστά του επαγγελματία ηθοποιό. Τον χαρακτήρα του αδερφού του Πάτο, τον Ρέη, υποδύεται ο Αργύρης Σταυρουλάκης, εξαιρετικά πειστικός ως ένας κενός 16χρονος που αποσπάται εύκολα από ένα μπισκότο ακόμα και όταν υπάρχει μια μασιά που κάποιος κραδαίνει ακριβώς πίσω του. Η αφέλεια που αποδίδει δείχνει ταλέντο και μεγάλη ικανότητα. Τα σκηνικά του Νίκου Παύλου, το εξαιρετικό μακιγιάζ (ιδιαίτερα στη Μαγκ) από την Ιουλία Σωτηρίου, η μουσική επιμέλεια, η φωνή του Αλέξη Κατσαδωράκη στο ραδιόφωνο, τα κοστούμια, συμβάλλουν στο να δημιουργηθεί μια βραδιά ελκυστική, τόσο εξοικειωτική όσο και ανησυχαστική.
Δείτε εδώ κείμενα του κ.Κωσταβασίλη