Skip to content

Το φαινόμενο μεταφορικής χρήσης λέξεων από διάφορα πεδία, ώστε να αποδοθεί μια σημασία, είναι συνηθέστατο. Ένας τέτοιος χώρος μεταφορικής χρήσης λέξεων και εκφράσεων είναι και αυτός της μουσικής. Άξιο παρατήρησης το γεγονός ότι, ενώ αρκετές λέξεις είναι εν πολλοίς άγνωστες στον σύγχρονο ομιλητή ως προς την κυριολεκτική σημασία τους (π.χ. ζουρνάς, νταούλι), είναι ευρέως γνωστές λόγω της χρήσης τους στην καθημερινή επικοινωνία. Σημειώνεται, επίσης, ότι στις μεταφορικές αυτές χρήσεις των λέξεων περιλαμβάνονται μουσικά όργανα από όλο το μουσικό φάσμα, δηλ. από παραδοσιακά μέχρι κλασικής μουσικής.

Όμως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στη μεταφορική χρήση λέξεων της μουσικής είναι ότι αξιοποιείται περισσότερο για αρνητική-μειωτική παρά για επαινετική ή έστω ουδέτερη αναφορά σε κάποιον/κάτι. Φαίνεται πως η αρνητική επίδραση κάποιας συμπεριφοράς στη συνοχή της κοινότητας, την οποία προκαλεί η απόκλιση από την αρμονία, είναι πολύ πιο καταλυτική από τη θετική επίδραση που γεννά η ίδια η αρμονία. Με άλλα λόγια, η ενόχληση που προξενεί η κακή μουσική είναι πιο καταλυτική για την κοινότητα από τη χαρά που προκαλεί η καλή μουσική.

Στις θετικές, ή έστω ουδέτερες, μεταφορικές χρήσεις της μουσικής συγκαταλέγονται ως πιο χαρακτηριστικές οι παρακάτω.

Αρμονία: Η σχέση ισορροπίας και σύμπνοιας (π.χ. στις σχέσεις ενός ζεύγους / δύο πολιτικών. Στην αρχική της σημασία η λέξη δεν αναφερόταν στη μουσική).

Αρμονικός: γαλήνιος, ήρεμος, υποδειγματικός. αρμονική συνύπαρξη. Στον αντίποδα βρίσκεται η δυσαρμονία, που δηλώνει την ασυνέπεια. Για κραυγαλέα δυσαρμονία μεταξύ λόγων και πράξεων της κυβέρνησης έκανε λόγο ο αρχηγός της ελάσσονος αντιπολίτευσης.

Η μουσική νότα (ή και ο τόνος) δηλώνει το στοιχείο, το γεγονός: Νότα αισιοδοξίας για το απομονωμένο νησί αποτέλεσε η λειτουργία του δημοτικού σχολείου έπειτα από 20 χρόνια. Η λέξη νότα, επίσης, σημαίνει την οσμή: Το συγκεκριμένο κρασί αναδίδει νότες βανίλιας και δαμάσκηνου. Συνήθως όμως, όπως είπαμε, οι μουσικές αναφορές υποδηλώνουν αρνητικές ιδιότητες ή καταστάσεις, με χρήση μεταφορών που μιλούν για «κακή μουσική». Μια από αυτές είναι η έλλειψη συμφωνίας ή συντονισμού.

Παραφωνία: αρνητική εξαίρεση. Παραφωνία αποτέλεσε η άστοχη δήλωση της υφυπουργού στο τέλος της εκδήλωσης.

Φάλτσο: ατόπημα, σφάλμα. Το φάλτσο του Νίκου ήταν ότι μίλησε απαξιωτικά τόσο για την πρώην σύζυγό του, όσο και για τον αδερφό της, που είναι εξαιρετικό παιδί.

Κορόνα: στομφώδης δήλωση άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Για αντιπολιτευτικές κορόνες έκανε λόγο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, σχολιάζοντας τη συγκεκριμένη δήλωση.

Λαλώ: τραγουδώ. Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν (παροιμιώδης φράση για ασυνεννοησία, υποτίμηση, αδιαφορία κ.λπ.).
Άλλοτε υπάρχουν μεν συμφωνία και συντονισμός, αλλά με αρνητική σημασία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λέξη ενορχηστρωμένος: μεθοδευμένος. Ο γνωστός ακαδημαϊκός κατήγγειλε ενορχηστρωμένη επίθεση από πανεπιστημιακούς καθηγητές που αντιστρατεύονται την εμπέδωση κλίματος ασφάλειας μεταξύ των φοιτητών. Η κυριολεκτική σημασία του ρήματος σιγοντάρω είναι «κάνω δεύτερη φωνή στην εκτέλεση τραγουδιού». Χρησιμοποιείται επίσης με αρνητική συνδήλωση η μεταφορική χρήση (υποστηρίζω). Αντί να αντιδράσει στα απαξιωτικά σχόλια του διευθυντή για τους συναδέλφους μας, τον σιγοντάρει.
Στην κατηγορία αυτή, αλλά όχι πάντοτε με αρνητική συνδήλωση, ανήκει και η λέξη συγχορδία, που δηλώνει μεταφορικά και ειρωνικά την έντονα εκφρασμένη ταύτιση απόψεων, εκτιμήσεων, αλλά και τη συντονισμένη δράση. Συγχορδία επίθεσης σε βάρος του βλέπει ο υπουργός. Παρόμοια και η μεταφορική φράση Άρχισαν τα όργανα, με την οποία δηλώνεται η εκδήλωση έντονων αντιπαραθέσεων, συγκρούσεων κ.λπ. Ήδη από την προσυνεδριακή διάσκεψη άρχισαν τα όργανα στο κόμμα. Τον συντονισμό, αλλά προς αρνητική κατεύθυνση, υπονοεί και το ρήμα κουρδίζω όταν χρησιμοποιείται με τη σημασία «κοροϊδεύω». Από τότε που ήμασταν μαθητές τον κουρδίζαμε.

Μια άλλη χαρακτηριστική αρνητική ιδιότητα που δηλώνεται με τη μεταφορά της «κακής μουσικής» είναι το πομπώδες ύφος.

Ελάχιστοι π.χ. γνωρίζουν ότι η φανφάρα, δηλ. ο γεμάτος στόμφο λόγος που αποσκοπεί στον εντυπωσιασμό, προέρχεται από το μουσικό λεξιλόγιο, καθώς σημαίνει την πομπώδη, εντυπωσιακή σύνθεση που εκτελείται με πνευστά. Συναφής και η λέξη τυμπανοκρουσία, η οποία, εκτός από την κυριολεκτική χρήση, δηλώνει (συνήθως στον πληθυντικό) θορυβώδη και επιδεικτική προβολή γεγονότος: Ο γάμος του Δημήτρη και της Μαρίνας έγινε σε ένα ξωκλήσι χωρίς τυμπανοκρουσίες. Συναφές όργανο και το νταούλι, στο οποίο αναφέρεται παροιμιώδης φράση για ξέφρενους πανηγυρισμούς (Θα βαράμε νταούλια).
Στην κατηγορία της ενοχλητικής έντασης ανήκει και η λέξη διαπασών, που σημαίνει «έκταση μιας φωνής ή ενός οργάνου (από τον χαμηλότερο μέχρι τον οξύτερο φθόγγο)», όπως επίσης (συνεκδοχικά) το «αντικείμενο που η κρούση του παράγει τον ήχο λα και χρησιμοποιείται για το κούρδισμα μουσικών οργάνων». Η σημαντικότερη ομάδα αρνητικών μεταφορών από τον χώρο της μουσικής καταλαμβάνεται από τα μουσικά όργανα, τα οποία πολύ συχνά γίνονται «όργανα» απαξίωσης του άλλου.

Από τον ζουρνά, παραδοσιακό μουσικό όργανο (πνευστό), προέρχεται η φράση η τελευταία τρύπα του ζουρνά, που δηλώνει αυτόν που θεωρείται ανυπόληπτος λόγω της χαμηλής κοινωνικής, οικονομικής ή ιεραρχικής του θέσης. Παρεμφερής και η φράση «η τελευταία τρύπα της φλογέρας».

Το «πρώτο βιολί», εκτός από την επίζηλη θέση σε συμφωνική ορχήστρα, σημαίνει και αυτόν που είναι πρωταγωνιστής, έχει ηγετικό ρόλο σε μια κατάσταση. Το συγκεκριμένο μουσικό όργανο χρησιμοποιείται με παρεμφερείς φράσεις για να δηλώσει μια μονότονη και ενοχλητική συμπεριφορά: Του έχω πει χίλιες φορές να μην παρκάρει στη θέση μας, αλλά αυτός το βιολί του/το ίδιο βιολί/το βιολί βιολάκι.
Σημειώνεται ότι, ενώ ο μουσικός που παίζει βιολί σε συμφωνική ορχήστρα λέγεται βιολονίστας ή βιολιστής, ο παραδοσιακός μουσικός λέγεται βιολιτζής. Η λέξη χρησιμοποιείται στη φράση «Βαράτε, βιολιτζήδες!», εκτός από την ουδέτερη κυριολεκτική σημασία («Βαράτε, βιολιτζήδες, ασίκικο σκοπό»), και με αρνητική, όταν με δόση χαιρεκακίας/αδιαφορίας παρατηρούμε κάποιο γεγονός που είναι δυσάρεστο για άλλους.

Η φράση «Γαλλικά και πιάνο», που παλαιότερα είχε αντικειμενική βάση, καθώς αποτελούσε δείγμα υψηλού κοινωνικού status, σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά (π.χ. για σεμνότυφες κοπέλες).
Λέξη με ιδιαίτερο σημασιολογικό φορτίο είναι το μπουζούκι, ειδικά στον πληθυντικό (μπουζούκια), που σημαίνει τη νυχτερινή διασκέδαση σε λαϊκά κέντρα:Έφαγε την περιουσία του στα μπουζούκια. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε επίσης μειωτικά για τον ανεπίδεκτο μαθήσεως: Αυτός είναι μπουζούκι, δεν τα παίρνει τα γράμματα! Συναφής είναι η σύνθετη λέξη μπουζουκοκέφαλος, δηλ. αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, όπως το σκάφος (κοίλο μέρος) του εν λόγω εγχόρδου.

Σήμα κατατεθέν των ρεμπέτικων τραγουδιών, ο μικροσκοπικός μπαγλαμάς δηλώνει τον ανυπόληπτο, ανόητο. Άντε φύγε από ’δώ, ρε μπαγλαμά! Που θα μας κάνεις και μάθημα οδήγησης πρωί πρωί…
Η φορητή (συνήθως τροχήλατη) λατέρνα έδωσε δύο φράσεις στο λεξιλόγιό μας: στολισμένη σαν λατέρνα (για επιτηδευμένα/υπερβολικά ντυμένη ή και μακιγιαρισμένη γυναίκα), αλλά και ακούγεται σαν ξεκούρδιστη λατέρνα (σε περίπτωση κακόφωνου τραγουδιστή).

Κατεξοχήν χαρακτηριστικό όργανο της παραδοσιακής μουσικής των στεριανών το κλαρίνο, λόγω του σχήματός του δηλώνει αυτόν που στέκεται όρθιος και ακίνητος (συνήθως από φόβο): Μπορεί ο Σπύρος να κάνει τον μάγκα στην παρέα μας, αλλά στέκεται κλαρίνο μπροστά στη γυναίκα του!

Το κρουστό τύμπανο, εκτός από τη χρήση του στη φράση τύμπανα του πολέμου (πυρετώδεις πολεμικές προετοιμασίες), συναντάται και ως τούμπανο, με δύο σημασίες: έγινα τούμπανο/έγινε τούμπανο η κοιλιά μου (δες και τυμπανισμό), δηλ. αισθάνομαι πρήξιμο. Στην ιδιόλεκτο (αργκό) των νέων, η λέξη σημαίνει είτε τον γυμνασμένο άνδρα είτε την εντυπωσιακή γυναίκα.

Για το τέλος, αφήσαμε δύο ακόμη χαρακτηριστικές μουσικές μεταφορές.

Για τα πανηγύρια: χαρακτηρισμός για πρόσωπο ή και για εκδήλωση, ενέργεια κ.λπ., με τον οποίο ο ομιλητής επιθυμεί να μειώσει την αξία του προσώπου, της εκδήλωσης κ.ά., θεωρώντας τα κατώτερου επιπέδου. Στον χαρακτηρισμό αυτό λανθάνει η συνειδητή (αλλά άδικη) απαξίωση των λαϊκών και επαρχιακών πανηγυριών ως πρόχειρων, χαμηλού επιπέδου (από καλλιτεχνικής απόψεως) κ.λπ. Με προφανή μειωτική σημασία και το παράγωγο επίθετο πανηγυρτζήδικος (πανηγυρτζήδικα τραγούδια).

Η καμπάνα, μολονότι έχει ταυτιστεί με την πρόσκληση των πιστών στον ναό, αλλά και για την αναγγελία του θανάτου («Για ποιον χτυπά η καμπάνα»), χρησιμοποιείται μεταφορικά επίσης και για ποινή (είτε φυλακή στρατευσίμου, είτε χρηματικό πρόστιμο σε πολίτη ή επιχείρηση): «Βαριά καμπάνα» 90 εκατ. ευρώ από την Ε.Ε. στη συγκεκριμένη εταιρεία. Το υποκοριστικό της λέξης σημαίνει την υπενθύμιση ή προειδοποίηση για κίνδυνο: Καμπανάκι κινδύνου εν όψει της κλιματικής και ενεργειακής κρίσης κρούει ο αρθρογράφος της εφημερίδας…

Αυτές, βέβαια, είναι μερικές μόνο λέξεις και φράσεις από τον «χορό» των μεταφορικών χρήσεων της μουσικής, δείγμα της σπουδαιότητας που διαδραματίζει η μουσική στη ζωή της κοινότητας.

του Βασίλη Μαλισιόβα

Δείτε εδώ άρθρα του κ. Βασίλη Μαλισιόβα.