Ο Λάμπρος Βαρελάς είναι καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Α.Π.Θ., όπου πραγματοποίησε και το διδακτορικό του. Δίδαξε στην ιδιωτική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (1999-2001) και διετέλεσε τακτικός ερευνητής της Νεοελληνικής και Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Τμήμα Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (2001-2010). Ασχολείται ερευνητικά με τη νεοελληνική λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα, τη λογοτεχνία στον Τύπο, τη λογοτεχνία στην εκπαίδευση, τη νεοελληνική κριτική, τη βιβλιογραφία και τα περιοδικά λόγου και τέχνης. Επιμελήθηκε το βιβλίο Εισαγωγή στο έργο του Βιζυηνού: Επιλογή κριτικών κειμένων, το οποίο κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Πώς ξεκινά η προετοιμασία συγγραφής ενός βιβλίου;
Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι, όπως γνωρίζετε, μια πολύχρονη διαδικασία και δεν είναι ίδια σε κάθε περίπτωση. Η αφετηρία ποικίλλει. Προηγείται η εντατική, πολυετής συχνά, ενασχόληση με το ερευνητικό αντικείμενο (το έργο, π.χ., ενός συγγραφέα ή, όπως εδώ, την κριτική πρόσληψη του έργου του). Η ερευνητική διαδικασία μπορεί να μεταβολίζεται κατά καιρούς σε μικρότερου βεληνεκούς εργασίες (ανακοινώσεις σε συνέδρια, άρθρα σε περιοδικά κ.ά.) και κάποια στιγμή, όταν οι συνθήκες ωριμάζουν, έρχεται η ώρα όλη αυτή η έρευνα να αποτυπωθεί σε μορφή βιβλίου. Κάπως έτσι συνέβη και με τον συγκεκριμένο τόμο, αν υπολογίσουμε ότι η αρχική αφετηρία ήταν (πέρα από τη γνώση του διηγηματικού του έργου) η ανάγνωση των τριών τόμων της ποίησης του Βιζυηνού από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη σε επιμέλεια της συναδέλφου Ελένας Κουτριάνου (2003) και η συμμετοχή μου σε ένα συνέδριο για το έργο του Βιζυηνού, που είχε οργανώσει ο συνάδελφος Νίκος Μαυρέλος στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας στην Κομοτηνή (2009). Ακολούθησε η έκδοση του τόμου «Μετά θάρρους ανησυχίαν εμπνέοντος». Η κριτική πρόσληψη του Γ. Μ. Βιζυηνού (1873-1896), που αποκάλυπτε τεκμηριωμένα την κριτική πρόσληψη του Βιζυηνού από τους συγχρόνους του, από την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έως τον θάνατό του – το έργο χρηματοδοτήθηκε από την Επιτροπή Ερευνών του Α.Π.Θ. και εκδόθηκε από το University Studio Press.
Τι σας ώθησε εξαρχής να ασχοληθείτε με τον Γεώργιο Βιζυηνό και πώς φτάσαμε στην έκδοση του τόμου Εισαγωγή στο έργο του Βιζυηνού: Επιλογή κριτικών κειμένων από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης;
Μα φυσικά η μεγάλη αξία του βιζυηνικού έργου, ειδικά της διηγηματογραφίας του. Χωρίς αμφιβολία, ο Βιζυηνός είναι από τους καλύτερους λογοτέχνες που διαθέτει η νεοελληνική λογοτεχνία, ένας λαμπρός διηγηματογράφος, οπωσδήποτε ο πιο αξιόλογος του 19ου αιώνα μαζί με τον Παπαδιαμάντη. Η ένταξη και της κριτικής πρόσληψης του έργου του Βιζυηνού στη σημαντική σειρά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης όφειλε να γίνει, για να λάβει και αυτός τη θέση του πλάι στους άλλους μεγάλους ποιητές και πεζογράφους, για τους οποίους διαθέταμε ήδη σχετικούς τόμους. Και ευχαριστώ και από εδώ τον διευθυντή της εκδοτικής σειράς, τον ομότιμο καθηγητή Νάσο Βαγενά, που μου έκανε την τιμητική πρόταση να αναλάβω την επιμέλεια του τόμου.
Το διηγηματικό του έργο είναι μοντέρνο πριν καν εμφανιστεί ο μοντερνισμός.
Ποιος ήταν ο άνθρωπος Γεώργιος Βιζυηνός;
Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα με μυθιστορηματική ζωή. Μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος, με πλούσιες σπουδές, αξιοζήλευτες για την εποχή, γλωσσομαθής και με ποικίλα ενδιαφέροντα. Αρκεί να θυμίσω ότι εκτός από επιστήμων, ειδικός στη φιλολογία, τη φιλοσοφία, την αισθητική, την παιδαγωγική, τη λογική και την ψυχολογία, είχε παρακολουθήσει στη Γερμανία και σεμινάρια θεάτρου και είχε παίξει ως πρωταγωνιστής σε κωμωδία που παραστάθηκε στο βασιλικό παλάτι στην Αθήνα. Φαίνεται καθαρά ότι του άρεσε η προβολή και είχε συνηθίσει να εντυπωσιάζει με τις ποιητικές απαγγελίες του το κοινό που τον άκουγε στις χοροεσπερίδες, τις οποίες οργάνωναν τα αστικά και μεγαλοαστικά σπίτια της Αθήνας.
Εξέδωσε διηγήματα και ποιήματα. Γιατί σήμερα εκτιμούμε ανεπιφύλακτα τον διηγηματογράφο και θεωρούμε αξιόλογο αλλά άνισο τον ποιητή;
Ναι, δημοσίευσε διηγήματα και εξέδωσε ποιήματα, αλλά όχι μόνο. Τύπωσε και φιλοσοφικές μελέτες και διδακτικά εγχειρίδια για τη Μέση Εκπαίδευση. Πράγματι, σήμερα εκτιμούμε ανεπιφύλακτα τον διηγηματογράφο Βιζυηνό και θεωρούμε άνισο τον ποιητή. Αυτή η αξιολόγηση του καιρού μας δεν είναι αβάσιμη. Ο Βιζυηνός ως διηγηματογράφος είναι ολιγογράφος. Έχουν σωθεί έξι τυπικά διηγήματα, ένα παιδικό και δύο άλλα αφηγηματικά πεζά και πάμπολλα ποιήματα. Ο ίδιος, όπως όλοι οι λογοτέχνες της εποχής του, είχε επενδύσει στην ποίηση. Αλλά τα ποιήματά του είναι άνισα, κάποια από αυτά αριστουργηματικά και πολλά μέτρια. Τα διηγήματά του όμως είναι όλα πρώτης γραμμής, η ποιότητά τους είναι πρωτόγνωρη για τη νεοελληνική λογοτεχνία και δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα έργα των κλασικών. Η βαθιά ψυχογράφηση των προσώπων, η μαστορική πλοκή, η λειτουργική αξιοποίηση του λαογραφικού υλικού είναι ό,τι τον ξεχωρίζει με διαφορά από τους υπόλοιπους πεζογράφους. Το διηγηματικό του έργο είναι μοντέρνο πριν καν εμφανιστεί ο μοντερνισμός. Γράφει σε μια περίοδο όπου κυριαρχεί ο ρεαλισμός και, ενώ και ο ίδιος ακολουθεί αυτή την τάση, την ίδια στιγμή την υπερβαίνει. Γι’ αυτό και είναι τόσο αρεστός στην εποχή μας, γιατί θίγει ζητήματα που απασχολούν και τις σημερινές κοινωνίες, με τρόπο οικείο σε εμάς.
Έγραφε ότι δεν μπορούσε να βρει τρόπο να παρουσιάσει τα έργα του. Ισχύει ότι στα περιοδικά της εποχής ερχόταν αντιμέτωπος με αντιδράσεις και ψυχρότητα;
Η διαπίστωση στην οποία κατέληξα από την πρωτογενή έρευνα στα έντυπα της εποχής δεν επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο. Τα περιοδικά και οι εφημερίδες δεν αρνούνταν να δημοσιεύσουν έργα του, το αντίθετο μάλιστα: καμάρωναν όταν τα εξασφάλιζαν. Φυσικά, δημοσιεύτηκαν και αρνητικές κριτικές για τα ποιήματά του, ειδικά στα πρώτα χρόνια, όσο συμμετείχε στους πανεπιστημιακούς ποιητικούς διαγωνισμούς και κέρδιζε τα βραβεία και τους επαίνους. Αυτό όμως ήταν συνηθισμένη αντίδραση. Αντίθετα, για τα διηγήματά του γράφτηκαν μόνο θετικές κρίσεις. Αυτή η μυθολογία που τον συνοδεύει, ότι τον αρνήθηκαν, οφείλεται εν πολλοίς στις μαρτυρίες του Παλαμά, που, κατά την εκτίμησή μου όμως, συγχέει (ίσως για πρώτη και μόνη φορά) τις αντιδράσεις απέναντι σε κοινωνικές συμπεριφορές του με τις αντιδράσεις απέναντι στο έργο του.
Οι αντίπαλοί του σχολίαζαν τις αδυναμίες του έργου του, αλλά και την ανατολίτικη καταγωγή και την ιδιαίτερη σωματική του εμφάνιση. Ποιος είναι ο λόγος των αντιδράσεων στο πρόσωπο και στο έργο του;
Οι αρνητικές κριτικές για το έργο του αφορούσαν κυρίως τη γλώσσα των ποιημάτων του, γιατί ο Βιζυηνός δεν δίσταζε να αξιοποιεί το θρακιώτικο ιδίωμα και αυτό ξένιζε αρνητικά τους κριτικούς, που επιδίωκαν τη δημιουργία μιας κοινής νεοελληνικής γλώσσας, απαλλαγμένης από ιδιωματισμούς. Όσο δε για τις αντιδράσεις προς την καταγωγή του, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι οι Ανατολίτες Έλληνες ήταν λίγο ξένα σώματα για τους Αθηναίους, φαίνονταν παράξενοι, περισσότερο επαρχιώτες απ’ ό,τι οι αντίστοιχοι Ελλαδίτες. Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι ο ανταγωνισμός από τους συνυποψήφιούς του στους ποιητικούς διαγωνισμούς τούς έκανε επιθετικούς απέναντί του. Και ότι ο συγχρωτισμός του Βιζυηνού με τους πλούσιους Φαναριώτες της Αθήνας έδινε αρνητικές λαβές στους πολεμίους του.
Είναι από τους ευνοημένους συγγραφείς του 19ου αιώνα – και του αξίζει, αναμφισβήτητα.
Στο βιβλίο επιμελείστε κριτικά κείμενα που γράφτηκαν για τον Βιζυηνό. Πώς έγινε η επιλογή τους;
Κάποια κείμενα προέκυψαν από πρωτογενή έρευνα στον Τύπο της εποχής και άλλα από τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, οικεία σε όποιον ασχολείται συστηματικά με το έργο του. Επειδή είχε προηγηθεί η εργασία μου για την κριτική πρόσληψη του Βιζυηνού στη συγχρονία του, έκρινα σκόπιμο να μην επιβαρύνω τον τόμο των ΠΕΚ με ανθολόγηση κριτικών από εκείνη την περίοδο, αλλά να συνοψίσω την υποδοχή του από τους συγχρόνους του στην Εισαγωγή, για να εξασφαλίσω χώρο στην ανθολόγηση κριτικών και μελετών που δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και ειδικά προς το τέλος του. Και αυτό για να φανεί η αλματώδης άνθηση που γνώρισαν και γνωρίζουν οι βιζυηνικές σπουδές την τελευταία τεσσαρακονταετία, από πολλούς και ποικίλους γνωστικούς χώρους, όχι μόνο από τη νεοελληνική φιλολογία. Είναι κι αυτό μια απόδειξη της αξίας του έργου του.
Γνωρίζουν σήμερα οι Έλληνες το έργο του Γεώργιου Βιζυηνού;
Το έργο του Βιζυηνού δεν είναι καθόλου άγνωστο σήμερα. Από το 1980 κ.ε., χάρη στην εξαιρετική έκδοση των διηγημάτων του από τον Πάνο Μουλλά, τα διηγήματά του γνωρίζουν μεγάλη άνθηση στον χώρο της κριτικής και οι αλλεπάλληλες εκδόσεις δείχνουν ότι και το ευρύ αναγνωστικό κοινό τα διαβάζει. Σήμερα είμαστε σε θέση να έχουμε άμεση πρόσβαση στο σύνολο του έργου του, όχι μόνο του λογοτεχνικού αλλά και του επιστημονικού, αφού έχουν εκδοθεί και είναι διαθέσιμα σχεδόν τα πάντα. Όπως ξέρετε, διηγήματά του έχουν παιχτεί και παίζονται στο θέατρο, έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, έχουν μελοποιηθεί ποιήματά του, και άλλα πολλά. Είναι από τους ευνοημένους συγγραφείς του 19ου αιώνα – και του αξίζει, αναμφισβήτητα.
Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ.Ιντζέμπελη