«Ζητούνται τιγκελούδες και πλακοραφούδες»: Αν κάποιος, ειδικά νέος, διάβαζε σήμερα αυτή την αγγελία, δεν θα καταλάβαινε σε τι αναφερόταν, πολύ δε περισσότερο αν η ζήτηση αφορούσε κορδελιάστρες ή μανταρίστρες.
Οι εν πολλοίς άγνωστες αυτές λέξεις αναφέρονται σε γυναικεία επαγγέλματα που σχετίζονται με την παραγωγή ενδυμάτων, και βέβαια σήμερα έχουν αφανιστεί στη χοάνη του χρόνου, καθότι από τις χειροκίνητες/ποδοκίνητες μηχανές (που πλέον έχουν αξία ως αντίκες) φτάσαμε στις ηλεκτρονικές ραπτομηχανές, το αχνό αποτύπωμά τους όμως παραμένει στη γλώσσα μας – μερικές φορές με αρνητική υποδήλωση. Ισχυρότερη είναι η σφραγίδα των σχετικών λέξεων που αναφέρονται σε ενδύματα τα οποία χρησιμοποιούνται διαχρονικά.
Από την Πηνελόπη που ύφαινε και… ξε-ύφαινε προκειμένου να κερδίσει χρόνο για να αποφύγει να παντρευτεί κάποιον από τους μισητούς μνηστήρες μέχρι τον άρραφο χιτώνα του Χριστού και τον πλούσιο της παραβολής που «ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον» (Λουκ. 16,19), αλλά και το «αδειανό πουκάμισο» του Σεφέρη, η Ιστορία και η γραμματεία μας είναι γεμάτη από παραδείγματα στα οποία το ράψιμο ενός ρούχου είναι μια διαδικασία με ισχυρούς συμβολισμούς.
Πολύ πλούσια η παρουσία ενδυμάτων, αξεσουάρ και κοπτορραπτικής σε τραγούδια παραδοσιακά (πασίγνωστο το ηπειρώτικο «Γιάννη μου, το μαντήλι σου…» και το «Ράβε, ξήλωνε» των Ξαρχάκου – Ανδρεόπουλου με τη φωνή του αείμνηστου Ξυλούρη), αλλά και τα λαϊκά («Το γιλεκάκι που φορείς», «Αχ, βρε παλιομισοφόρια», «Το πουκάμισο το θαλασσί», «Πάλιωσε το σακάκι μου»…).
~ · ~ · ~
Τα ακόλουθα παραδείγματα, όπως σε όλα τα αντίστοιχα άρθρα της σειράς αυτής των κειμένων μας, δεν καταγράφουν εξαντλητικά τα παραδείγματα της Κοινής Νέας Ελληνικής, παρέχουν όμως μια κατά το δυνατόν επαρκή παρουσίαση. Φυσικά, μεγάλο μέρος της ραπτικής τέχνης δεν έχει «δραπετεύσει» στον καθημερινό λόγο (π.χ. στρίφωμα, τρυπογάζι, τάλια, κουφόπιετα…).
Αναλυτικότερα:
βελόνι: σε ποικίλες φράσεις, όπως μη/θα χάσει η Βενετιά βελόνι «ασήμαντη εξέλιξη» (π.χ. –Ο Φάνης μού είπε ότι αύριο θα παραιτηθεί… –Σιγά μη/θα χάσει η Βενετιά βελόνι, θα βρεθεί αμέσως αντικαταστάτης του), σε περνάει απ’ την τρύπα του βελονιού «είναι πανέξυπνος».
βρακί:
- στοιχειώδης οικονομική δυνατότητα: Η νύφη μου δεν είχε (δεύτερο) βρακί να φορέσει και τώρα μας το παίζει αριστοκράτισσα.
- το παραμικρό περιουσιακό στοιχείο: Ο Παύλος πούλησε και το βρακί του για να σπουδάσει τον γιο του στην Αγγλία.
γαζί (ψιλό): (κυριολεκτικά) πυκνή και λεπτή ραφή, που γίνεται με ραπτομηχανή // (μεταφορικά) ο απροκάλυπτος εμπαιγμός. –Εμένα μου έλεγε τις προάλλες ότι δεν έχει οικογένεια… –Μας δουλεύει ψιλό γαζί αυτός. Εμένα μου έλεγε χθες ότι έχει τρία παιδιά και πέντε εγγόνια!
γαζώνω: διαπερνώ πυροβολώντας κατά ριπάς. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, οι δράστες γάζωσαν με καλάσνικοφ το μαύρο τζιπ και οι επιβαίνοντες βρήκαν ακαριαίο θάνατο.
γιακάς, σε φράσεις όπως τινάζω τον γιακά «αποστρέφομαι, αποφεύγω κάποιον, επειδή τον θεωρώ επικίνδυνο ή ανήθικο». –Σκέφτομαι ν’ ανοίξω μια ταβέρνα με τον Αλέκο. –Είσαι με τα καλά σου;! Αυτός είναι να τινάζεις τον γιακά (συχνά η παροιμιώδης φράση συνοδεύεται και από τη χαρακτηριστική κίνηση), αρπάζω/βουτάω κάποιον απ’ τον γιακά «αρχίζω να χειροδικώ», π.χ. Με το που έβρισε τη γυναίκα μου, τον βουτάω απ’ τον γιακά και του έριξα ένα ξύλο που θα το θυμάται σε όλη του τη ζωή!).
γούνα: η προσωπική τιμή, η αξιοπρέπεια. –Η Εύη, η γραμματέας μου, μου έκαψε τη γούνα (με κατέστρεψε)! Πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα μου και της είπε για τη σχέση μας!
δακτυλήθρα: ελάχιστη ποσότητα. –Δεν το αντέχω το ποτό. Χθες ήπια μια δαχτυλήθρα τσίπουρο και με πονάει το κεφάλι μέχρι σήμερα.
δια(β)όλου κάλτσα: πανέξυπνος, τετραπέρατος: –Διαβόλου κάλτσα ο Τάκης! Ήρθε φτωχόπαιδο απ’ το χωριό και σήμερα έχει πέντε μαγαζιά δικά του!
ζουρλομανδύας: ο εγκλεισμός σε ψυχιατρείο. –Χωρίς πλάκα, είναι για ζουρλομανδύα ο προϊστάμενος του διπλανού γραφείου!
καπέλο:
- υπερτίμηση: Επειδή αυτό το παντοπωλείο είναι το μοναδικό του χωριού, όλα τα είδη τα αγοράζουμε με καπέλο.
- στη φράση παίρνω το καπέλο μου και φεύγω εγκατάλειψη: –Ελενίτσα, παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω!
κλωστή: κρισιμότητα κατάστασης, μεταίχμιο. –Απ’ ό,τι μας είπαν οι γιατροί, η ζωή του Νίκου κρέμεται από μια κλωστή.
κολάρο:
- χτύπημα στο κεφάλι με μεγάλης επιφάνειας αντικείμενο, ώστε αυτό να φτάσει μέχρι τους ώμους. Σήμερα το μεσημέρι δεν άντεξα! Με το που άρχισε πάλι τα ίδια, ανέβηκα σ’ αυτόν τον ηλίθιο στον τέταρτο όροφο και του είπα: –Αν ξαναπαίξεις τέτοια ώρα κιθάρα, θα σου τη φορέσω κολάρο!
- εγκλήματα λευκού κολάρου: οικονομικά εγκλήματα που διαπράττονται από ανθρώπους ανώτερης κοινωνικοοικονομικής τάξης.
- εγκλήματα μπλε κολάρου: παράνομες οικονομικές δραστηριότητες από ανθρώπους χαμηλού οικονομικού-κοινωνικού επιπέδου (το χρώμα από τη φόρμα του εργάτη).
κοπτορραπτική: μεθοδευμένη αλλοίωση. Για κοπτορραπτική στο απόσπασμα συνομιλιών που δόθηκε στη δημοσιότητα κάνει λόγο σύσσωμη η αντιπολίτευση.
κορδελιάστρα: η σχεδόν ανειδίκευτη, χαμηλά αμειβόμενη εργάτρια, αυτή που έραβε κορδέλες στην άκρη υφάσματος, έκανε το ρέλιασμα. Επειδή η δουλειά αυτή δεν απαιτούσε ιδιαίτερη επιδεξιότητα και την έκαναν συνήθως πολύ νέα κορίτσια, η λέξη μεταφορικά σημαίνει «αυτή που ξεκινά από πάρα πολύ χαμηλά» (μεταφορικά, η τελευταία τρύπα του ζουρνά): –Η Σάσα λέει ότι έχει περάσει απ’ όλα τα πόστα του σούπερ μάρκετ, μέχρι και στην αποθήκη δούλεψε! –Σιγά μην ήταν και κορδελιάστρα! Όλοι ξέρουμε πώς έγινε διευθύντρια του καταστήματος…
κορσές: πίεση, στη φράση στενός κορσές: –Μου έγινε στενός κορσές η συννυφάδα μου.
κουμπότρυπες:
- (αργκό) διαμπερή τραύματα. –Αφού ο Βαγγέλας άνοιξε το στόμα του και μας κάρφωσε στην Αστυνομία, πήγε σήμερα το πρωί ένας δικός μας και τον γέμισε κουμπότρυπες μόλις βγήκε απ’ το σπίτι!
- μεταφορικά: Από την κούραση τα μάτια του είχαν γίνει κουμπότρυπες.
κουρέλι: αυτός που βρίσκεται σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση, είναι ψυχικό ράκος. Από τότε που ο Κώστας έπιασε τη γυναίκα του να τον απατά με τον καλύτερό του φίλο, είναι ένα κουρέλι.
κουρέλα/κουρελαρία: η αθλητική ομάδα που ηττάται συνεχώς. –Κουρέλα η ομάδα σας! Ούτε για το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα δεν είστε!
κουστούμι:
- υπερχρέωση. Μας έραψε ένα κουστούμι ο υδραυλικός… Διακόσια ευρώ μάς πήρε για μισή ώρα δουλειά!
- πρόστιμο. Για μία απόδειξη που δεν έκοψα σε έναν πελάτη, η Εφορία μού έκοψε κουστούμι 10 χιλιάδες ευρώ! Το ωραίο ξέρεις ποιο είναι; Την επόμενη βδομάδα συνέλαβαν την έφορο για χρηματισμό…
μανίκι:
- η εξάντληση, η υπερκόπωση. Φάγαμε μεγάλο μανίκι σήμερα με τη μετακόμιση του αδερφού μου.
- βγάζω άσο απ’ το μανίκι αποκαλύπτω συγκριτικό πλεονέκτημα την τελευταία στιγμή.
- τραβάω απ’ το μανίκι χειραγωγώ κάποιον, τον κάνω ό,τι θέλω.
- σηκώνω τα μανίκια ετοιμάζομαι να αρχίσω εντατική εργασία, ανασκουμπώνομαι.
- η λαβή μαχαιριού. «Ένα μαυρομάνικο μαχαίρι είναι η αγάπη σου» (λαϊκό τραγούδι).
μαντάρω: ράβω. Ειδικά το μαντάρισμα κάλτσας γινόταν με τοποθέτηση ξύλινου αυγού στο σημείο της τρύπας, ώστε να τεντώνει το ύφασμα σαν να βρισκόταν μέσα το πέλμα. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως με προφανή (και σεξιστική) απαξίωση: –Άντε, κυρά μου, να μαντάρεις καμιά κάλτσα, που θες και να οδηγήσεις…
μαντήλι: στη φράση κουνάω μαντήλι «αποχαιρετώ» (επειδή αυτός ήταν ο παραδοσιακός αποχαιρετισμός προσφιλών προσώπων που έφευγαν για ταξίδι): Η ομάδα σας κούνησε μαντήλι στο πρωτάθλημα μετά τη χθεσινή ήττα!
μοδίστρα (στρατιωτική αργκό· συχνά με υποκορισμό) μόνιμος ή έφεδρος που υπηρετεί (κυρίως) στις Διαβιβάσεις ή στην Αεροπορία (επειδή γενικά δεν μετακινείται πολύ, π.χ. όπως οι πεζικάριοι): Άσε ρε, τώρα… Μιλάει κι ο Τάσος για τη θητεία του… Όντως στον Έβρο υπηρετούσε, αλλά ήταν μοδιστρούλα!
μπάλωμα:
- πρόχειρη λύση. Εγώ ζήτησα μια σοβαρή ανασελιδοποίηση του βιβλίου, ώστε να ξέρω πού ακριβώς θα τοποθετηθεί η κάθε φωτογραφία. Αυτά είναι μπαλώματα!
- πρόχειρη αποκατάσταση του οδοστρώματος. Με τόσα μπαλώματα στον δρόμο, οδηγείς και αισθάνεσαι ότι… χορεύεις!
μπαλώνω: προσπαθώ να καλύψω κάποιο λάθος. Του είπα «Χαριτωμένα τα εγγονάκια σας!» και μου είπε «Τα παιδιά μου είναι…», οπότε προσπάθησα να τα μπαλώσω λέγοντας «Αυτά παθαίνω αφού ξεχνάω τα γυαλιά στο σπίτι…».
μπατζάκια: στις φράσεις
- φωτιά στα μπατζάκια σου! (σκωπτικά ή προειδοποιητικά) ως έκφραση ανησυχίας για δυσάρεστη εξέλιξη: Αν το μάθει ο Νίκος ότι δεν του πλήρωσες τον λογαριασμό με τα λεφτά που σου έδωσε, φωτιά στα μπατζάκια σου! (αλίμονό σου).
- (τα λεφτά) τρέχουν απ’ τα μπατζάκια (κάποιου) για κάτι (κυρίως χρήματα) που κάποιος διαθέτει κάποιος σε μεγάλη ποσότητα: Τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του (είναι –ή δείχνει ότι είναι– πλούσιος).
νήμα: η αρχή. Το νήμα της πρωτοφανούς υπόθεσης μαστροπείας ανηλίκων άρχισε να ξετυλίγεται μετά την καταγγελία που έκανε η θεία της 14χρονης στην Αστυνομία.
ξηλώνω:
- αποπέμπω, διώχνω. Μετά την αποτυχία του υπουργού Οικονομικών για δραστική μείωση του πληθωρισμού, ο πρόεδρος της χώρας τον ξήλωσε από τη θέση του.
- (ξηλώνομαι) πληρώνω. –Λοιπόν, τα σουβλάκια κοστίζουν 50 ευρώ. Μάγκες, ξηλωθείτε!
παλτό: (αργκό) ποδοσφαιριστής που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες παραγόντων και φιλάθλων. –Ρε συ, είναι με τα καλά του ο πρόεδρος της ομάδας σας; Πλήρωσε τόσα λεφτά γι’ αυτό το παλτό; Φάνηκε απ’ το πρώτο παιγνίδι τι χασογκόλης είναι…
παντελόνι: ο ανδρισμός, η γενναιότητα. Λίγοι άντρες φοράνε το παντελόνι επειδή το αξίζουν! Οι περισσότεροι το φοράνε για να μην κρυώνουν… // (συχνά στον πληθυντικό) –Βγες έξω, ρε, αν φοράς παντελόνια! (= αν είσαι άντρας, αν έχεις θάρρος).
παντελονιάζω: εισπράττω. –Για κάθε πανηγύρι που τραγουδάω, παντελονιάζω 500 ευρώ. Συν. τσεπώνω.
πέπλο: αυτό που εμποδίζει να διακρίνουμε κάτι. Πυκνό πέπλο μυστηρίου εξακολουθεί να καλύπτει τη δολοφονία του γνωστού δημοσιογράφου πριν από τρία χρόνια.
πλερέζα: (κυριολεκτικά) λεπτεπίλεπτο ύφασμα, με το οποίο οι γυναίκες καλύπτουν το κεφάλι ή το πρόσωπο, ως ένδειξη βαρύτατου πένθους // (μεταφορικά) η βαθύτατη θλίψη, που προσομοιάζει με το πένθος. –Σιγά, βρε Μαίρη μου, μη φορέσεις και πλερέζα επειδή σε παράτησε ο Λευτέρης!
ποδιά:
- απαξιωτικά, ως στοιχείο που ταυτίζεται με την παραδοσιακή νοικοκυρά. –Άντε ρε, πήγαινε φόρα καμιά ποδιά, που θες να μας το παίξεις κι άντρας!
- (στο ποδόσφαιρο) επιδέξιο πέρασμα της μπάλας ανάμεσα από τα πόδια του αντίπαλου παίκτη.
ποδόγυρος: το κάτω μέρος του γυναικείου φορέματος· (συνεκδοχικά, συνήθως μειωτικά) το γυναικείο φύλο. Από τότε που ήμασταν φοιτητές, ο Μιχάλης κυνηγούσε/έτρεχε πίσω απ’ τον ποδόγυρο!
ράβω: κλείνω τη χειρουργική τομή. Δεν τον έραψαν καλά τον καημένο τον Περικλή και ξαναμπαίνει χειρουργείο αύριο, γιατί έπαθε μόλυνση.
Και στις φράσεις
- το ράβω σιωπώ: –Με ζάλισες απ’ το πρωί… Ράψ’ το, επιτέλους!
- κόβω και ράβω α. κάνω ό,τι θέλω (σε ορισμένο τομέα ευθύνης): Υποτίθεται είναι άλλος ο προϊστάμενος, αλλά η συνάδελφός μας κόβει και ράβει! β. δεν σταματώ (να μιλάω)»: Καλό παιδί, αλλά η γλώσσα του κόβει και ράβει (φλυαρεί ακατάπαυστα) γ. για πρόσωπα που συνομιλούν και συμπληρώνει το ένα το άλλο, ειδικά στο κουτσομπολιό: Αν τους άκουγες τι έλεγαν εις βάρος της διευθύντριας! Έκοβε ο ένας, έραβε ο άλλος!
- κομμένο και ραμμένο για κάτι που έχει προσαρμοστεί στις απαιτήσεις ή τις ιδιαιτερότητες κάποιου: Το νομοσχέδιο είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των δικαστικών (προσαρμοσμένο στα συμφέροντά τους, στις απαιτήσεις τους).
ράκος (το κουρέλι, βλέπε παραπάνω): για κάποιον που βρίσκεται σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση. Από τότε που έχασε τον γιο του έχει γίνει ράκος.
ράμμα: στη φράση έχω ράμματα για τη γούνα (κάποιου) γνωρίζω πράγματα που μπορούν να εκθέσουν ανεπανόρθωτα κάποιον: Έχω ράμματα και για τη γούνα του αδερφού σου!
ράσο: η ιεροσύνη. Τιμάει το ράσο με το πλούσιο φιλανθρωπικό του έργο.
ρετάλι: (κυριολεκτικά) υπόλοιπο υφάσματος, που πωλείται σε πολύ χαμηλή τιμή. Στο κατάστημά μας θα βρείτε ρετάλια με το κιλό. Και μεταφορικά:
- άνθρωπος πολύ χαμηλού επιπέδου, ανάξιος λόγου. Σιγά μη με νοιάζει τι λέει για μένα αυτό το ρετάλι…
- (στον πληθυντικό) κατάκοπος: Είχα πάει για να μαζέψω ελιές το Σαββατοκύριακο και σήμερα είμαι ρετάλια.
σακάκι: (αργκό) το σηκώνει το σακάκι (είναι ομοφυλόφιλος). Η έκφραση ανήκει στη σειρά αντίστοιχων μειωτικών προτάσεων, π.χ. Τον ξηλώνει τον καβάλο.
στολή: αξίωμα ενστόλων. «Να τιμάτε τη στολή σας!» τόνισε με αυστηρότητα ο υπουργός Δημόσιας Τάξης στη συνάντηση που είχε με ανώτατους αξιωματικούς της Αστυνομίας, μετά το φιάσκο με την απόδραση των τριών κρατουμένων.
στόφα: (κυριολεκτικά) πολύτιμο ύφασμα με περίτεχνα σχέδια. Συνήθως μεταφορικά:
- χαρακτήρας, ήθος. Είναι από καλή στόφα αυτή η κοπέλα.
- προδιαγραφές: Ο Χάρης το πήρε το πτυχίο, αλλά δεν έχει στόφα φιλολόγου.
σώβρακο: στη φράση παίρνω τα σώβρακα κάποιου για εξευτελιστική ήττα, διασυρμό: –Σας πήραμε τα σώβρακα, ρε! Φάγατε τεσσάρα στην έδρα σας!
τσέπη:
- το πορτοφόλι, τα διαθέσιμα χρήματα, οικονομίες: Βαθιά το χέρι στην τσέπη καλούνται να βάλουν και πάλι οι φορολογούμενοι με τη νέα άνοδο των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων.
- το ταμείο, η πληρωμή σε ρευστό: –Όπως είπαμε, 100 χιλιάρικα στην τσέπη και τα άλλα θα τα κλείσουμε σε εμπόρευμα.
- το προσωπικό οικονομικό συμφέρον: Αυτός μόνο για την τσέπη του νοιάζεται.
- μικρό μέγεθος (που χωράει στην τσέπη): ημερολόγιο τσέπης.
- Συχνή και η χρήση της λέξης σε φράσεις, π.χ. αυτός έχει καβούρια στην τσέπη (είναι πολύ τσιγκούνης), έχει τρύπιες τσέπες (είναι σπάταλος) κ.ά.
τσεπώνω: εισπράττω (συνώνυμο: παντελονιάζω). Όλα αυτά τα λαμόγια τσέπωσαν εκατομμύρια και τώρα κλαίγονται.
φανέλα:
- είδος υφάσματος. Στο κατάστημά μας θα βρείτε φανέλα υφάσματος με το μέτρο/φανελένια σεντόνια.
- (συνεκδ.) αθλητική ομάδα, ως ιδέα: Εμείς οι παλιοί ποδοσφαιριστές αγωνιζόμασταν για τη φανέλα, ενώ εσάς μόνο τα λεφτά σάς ενδιαφέρουν.
- έντονη προσπάθεια: Στο λογιστήριο της εταιρείας είμαστε πέντε υπάλληλοι, αλλά μόνο οι τρεις ιδρώνουμε τη φανέλα, γιατί οι άλλοι δύο είναι συγγενείς του διευθυντή, οπότε είναι αραχτοί όλη μέρα.
φερμουάρ: σιωπή. Και της έλεγα της Γεωργίας: «Βάλε φερμουάρ στο στόμα σου γιατί θα τσακωθούμε πολύ άσχημα». Αλλά δεν με άκουσε…
φιγουρίνι: εικονογραφημένο περιοδικό με φωτογραφίες και σχέδια ρούχων // (μεταφορικά) καλοντυμένα πρόσωπα: –Μαρίνα μου, σκέτο φιγουρίνι είσαι μ’ αυτό το ταγιέρ!
χαρτογιακάς: (ως μειωτικός χαρακτηρισμός) ο γραφειοκράτης, ο υπάλληλος γραφείου, ο δημόσιος υπάλληλος.
~ · ~ · ~
Θα μπορούσαν να σχολιαστούν ακόμη πολλά για τη διείσδυση της ενδυμασίας και της ραπτικής στην καθημερινή επικοινωνία. Αξιοσημείωτη π.χ. είναι η χρήση λέξεων που αναφέρονται σε ρούχα με την κατάληξη -ιά, ως δήλωση οικειότητας, αλλά και έμφασης: –Με γεια η κουστουμιά! // –Καινούργια παντελονιά βλέπω… // –Μπράβο παλτουδιά! Πόσο κόστισε;
Θα σταθούμε όμως μόνο, τελειώνοντας την αδρομερή μας περιγραφή, στα πραγματικά πάμπολλα επώνυμα που προέρχονται από τον χώρο της ραπτικής (Γουναρόπουλος, Πουκαμισάς, Ραπτόπουλος, Ραψομανίκης, Σκαλτσάς, Φουστάνος κ.ο.κ.), από τα οποία μάλιστα αρκετά αναφέρονται στο απώτερο ή και απώτατο παρελθόν: Σακοράφα (η μεγάλη βελόνα), Σεγκούνας (ο επαγγελματίας που έφτιαχνε σεγκούνια, παραδοσιακά γυναικεία ενδύματα), Γοργοράπτης, Φραγκοράπτης (αυτός που έραβε φράγκικα, δηλ. ευρωπαϊκά ρούχα, σε αντιδιαστολή προς τον ελληνοράπτη, που έραβε τις παραδοσιακές στολές, π.χ. φουστανέλες), Αμπατζής (ο ράφτης αμπάδων, είδους κάπας), Καποτάς (αυτός που έραβε καπότες, δηλ. κάπες, μολονότι η λέξη απέκτησε άλλη σημασία εκ των υστέρων), Φέρμελης (φέρμελη: γιλέκο), Ξηνταβελόνης (αυτός που έχει πάρα πολλά βελόνια επειδή συνεχώς μπαλώνει τα ρούχα του, ο φιλάργυρος) κ.ά., όπως επίσης και τοπωνύμια (Ραπτόπουλο Ευρυτανίας, Ραψομανίκι Ημαθίας, Πόρτο Ράφτη Αττικής κ.λπ.).
Θα κλείσουμε την περιήγησή μας στην κοπτορραπτική, όπως απαντά στην καθημερινή μας επικοινωνία, με την αρχή ενός από τα ωραιότερα διηγήματα της γραμματείας μας: «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», του Γεωργίου Βιζυηνού.
«Ότε μ’ εστρατολόγουν διά το έντιμον των ραπτών επάγγελμα, ουδεμία υπόσχεσίς των ενεποίησεν επί της παιδικής μου φαντασίας τόσον γοητευτικήν εντύπωσιν, όσον η διαβεβαίωσις, ότι εν Κωνσταντινουπόλει έμελλον να ράπτω τα φορέματα της θυγατρός του Βασιλέως. Εγνώριζον πολύ καλά ότι “οι βασιλοπούλαις” έχουν εξαιρετικήν τινά αδυναμίαν εις τα ραφτόπουλα, μάλιστα, όταν αυτά ηξεύρουν να τραγουδούν τους επαίνους των θελγήτρων αυτών, ενώ ράπτουν τα “βλατιά”, με τα οποία στολίζουσι τα κάλλη των. Εγνώριζον, πώς όταν ερωτευθή καμμία βασιλοπούλα με το ραφτάκι της, δεν χωρατεύει· μόνον ερωτεύεται εις τα γερά· και αρρωστά· και πέφτει στο κρεββάτι· και γίνεται του θανατά· και κανείς ιατρός δεν ημπορεί να την ιατρεύση, καμμία μάγισσα να την φέρη στα καλά της. Ως που φωνάζει επί τέλους τον πατέρα της η βασιλοπούλα και του το λέγει παστρικά παστρικά: “Πατεράκι μου, ή το ραφτόπουλο, που τραγουδά τόσον εύμορφα, ή θα πεθάνω!”» […]
ΑΝ και έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή που οι βασιλοπούλες ερωτεύονταν ραφτόπουλα, ωστόσο, η ραπτική και η ενδυμασία έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στη γλώσσα μας.
Δείτε εδώ κείμενα του κ.Μαλισιόβα