Skip to content

Ο Σεπτέμβριος πάντοτε στο μυαλό μου ταυτιζόταν με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς. Στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, ως μαθητής, αισθανόμουν ότι η καινούρια χρονιά δεν άρχιζε τον Ιανουάριο, με την αλλαγή του χρόνου, αλλά το Σεπτέμβριο, με το άνοιγμα των σχολείων. Θυμάμαι ακόμη και την πρώτη έκθεση που παραδοσιακά γράφαμε είτε για το «πώς πέρασα το καλοκαίρι» είτε για την «πρώτη μου μέρα στο σχολείο». Το γεγονός δε ότι, και ως ενήλικας, ο χώρος εργασίας μου είναι το σχολείο, συντέλεσε στο να εμπεδωθεί περίπου αυτή η αντίληψη μέσα μου για τα καλά. Η διαφορά είναι ότι στη σημερινή πραγματικότητα η έναρξη της σχολικής χρονιάς δεν κρύβει τόσες προσμονές και τόσες ελπίδες όσο τότε.

Είναι γεγονός ότι στα παιδικά μάτια, όχι μόνο τα δικά μου (φαντάζομαι), αλλά όλων των συνομηλίκων μου τότε, η αρχή του σχολείου σήμαινε και κάτι το περίπου μαγικό και βασανιστικό συνάμα. Ήταν ένα ακόμα βήμα προς τον κόσμο της ενηλικίωσης, τον κόσμο «των μεγάλων», όπου μας φαινόταν ότι όλα επιτρέπονται, όλα εκείνα που οι μεγάλοι απαγόρευαν σε μας τα παιδιά. Η φράση «όταν τελειώσεις το σχολείο θα……» με ό,τι κι αν την ακολουθούσε, αποτελούσε ένα κίνητρο για να προσπαθήσουμε με κάθε τρόπο να το τελειώσουμε, να φύγουμε από εκείνον τον χώρο που νομίζαμε ότι μας καταπίεζε και μας ανάγκαζε να περιοριζόμαστε σε όσα μας επέτρεπαν οι μεγάλοι. Παράλληλα, όμως, η έναρξη του σχολείου σηματοδοτούσε και την επιστροφή μας σ’ έναν χώρο όπου αισθανόμασταν να είμαστε κυρίαρχοι (σ’ έναν μεγάλο βαθμό), τουλάχιστον στα χρόνια της πρώτης και δεύτερης εφηβείας. Το σχολείο, εκείνη την εποχή όπου δεν συναντούσες τόσες πολλές διεξόδους αναψυχής και ανταμώματος με τους φίλους, μας έδινε τη δυνατότητα να βρεθούμε μεταξύ μας, φίλοι και συμμαθητές, να συζητάμε, να γνωριζόμαστε καλύτερα, να έχουμε μια βαθιά ανθρώπινη επαφή.

Ήταν οι εποχές όπου κυριαρχούσε η ανησυχία για το αύριο κι όχι η ανασφάλεια για το σήμερα, οι εποχές κατά τις οποίες υπήρχε η εντύπωση πως η εκπαίδευση, ακόμα κι αν δεν είχε επιτύχει την τελειότητα, βρισκόταν σε σωστό σημείο, μετά τη μεταρρύθμιση του 1977 (την τελευταία ουσιαστική μεταρρύθμιση στην Παιδεία), η οποία ακόμη τότε (την περίοδο 1980-1985) φαινόταν να κινείται σε προοδευτική κατεύθυνση. Με βάση εκείνη τη μεταρρύθμιση δημιουργήθηκε ο θεσμός των Πανελλαδικών εξετάσεων, άνοιξαν οι πύλες των Α.Ε.Ι. για όλες τις κοινωνικές τάξεις, εκδημοκρατίστηκαν τα Πανεπιστήμια, έπαψε να ισχύει η σωματική τιμωρία για τους μαθητές, θεσπίστηκαν τα μαθητικά συμβούλια και η συμμετοχή των μαθητών στις συνεδριάσεις του συλλόγου διδασκόντων, περιορίστηκε η απολυταρχία του διευθυντή, του επιθεωρητή αλλά και του δάσκαλου. Φαινόταν ότι τα πράγματα μπορούσαν να πάνε καλύτερα και για όσους ήμασταν τότε στη μαθητική και εφηβική ηλικία, υπήρχε μια νότα αισιοδοξίας για το μέλλον.
Τη βδομάδα που διανύουμε τα σχολεία ξεκίνησαν να λειτουργούν, αλλά δεν υπάρχει το ίδιο κλίμα ευχάριστης διάθεσης ούτε στους μαθητές ούτε στους εκπαιδευτικούς. Προς Θεού! Δεν υπονοώ ότι οι δάσκαλοι και καθηγητές δεν πάνε με μεράκι στη δουλειά ή δεν θέλουν να προσφέρουν στο λειτούργημά τους! Αλλά δεν υπάρχει εκείνη η ευθυμία της παλαιότερης εποχής. Τα παιδιά μας δεν περιμένουν πλέον την έναρξη της σχολικής χρονιάς για να βρεθούν και να τα πουν, εφόσον η ελευθερία τώρα είναι μεγαλύτερη και οι ευκαιρίες στη διασκέδαση περισσότερες. Αφήνω πια τα διάφορα φέησμπουκ, τουίττερ, ίνσταγκραμ, που έχουν δώσει τη δυνατότητα σε εφήβους και νέους (αλλά και σε μικρότερες ηλικίες) να ανταλλάσσουν απόψεις, μηνύματα, κομπλιμέντα και ατάκες από πρωίας μέχρι επόμενη πρωία! Ούτε η προοπτική της αναχώρησης από το σχολείο είναι πλέον τόσο ελκυστική! Η ανασφάλεια που επικρατεί, οι υψηλοί δείκτες ανεργίας μεταξύ των πτυχιούχων, αλλά πιο πολύ το αδιέξοδο σύστημα εκπαίδευσης, οδηγούν τους νέους σε μια στάση μάλλον παθητικής αναμονής και απάθειας, παρά σε ενεργητική ελπιδοφόρα δραστηριότητα.

Το σύστημα εκπαίδευσης και τα παρεπόμενά του διαμορφώνουν κλίμα βαρύ και στους εκπαιδευτικούς. Δεν είναι τόσο τα κενά σε προσωπικό, η έλλειψη οδηγιών διδασκαλίας για νέα μαθήματα ή για αναμορφωμένα παλαιά, δεν είναι οι Β΄ και Γ΄ αναθέσεις, η Τράπεζα Θεμάτων, η ανασφάλεια μιας αναγγελόμενης αλλά όχι ορθά δομημένης αξιολόγησης ή ο περιορισμός του μαθητικού δυναμικού ακόμα και σε κεντρικά σχολεία της πόλης. Δεν είναι ούτε μόνο η αίσθηση ότι θα πρέπει να διαμορφώσει ο κάθε εκπαιδευτικός μια εικόνα προτύπων θετικών για τους μαθητές του σε μια κοινωνία που επιβραβεύει την αρνητικότητα και θεοποιεί τη λαμογιά, γεγονός που καθιστά την προσπάθεια δύσκολη αν όχι ατελέσφορη. Είναι που αισθάνεται κανείς ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον από κανέναν, ούτε κι από τους πλέον αρμόδιους, γι’ αυτό που ονομάζουμε δημόσιο σχολείο. Σχεδόν 40 χρόνια κρατάει το υπάρχον σύστημα, έχει καταντήσει πια αδιέξοδο και προβληματικό, και οι περισσότεροι ασχολούνται μόνο με το πώς θα ανοίξουν τα σχολεία χωρίς υποχρεωτικά τεστ για τον κορωνοϊό! Καμία κουβέντα για επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, για ενίσχυση της παιδαγωγικής τους κατάρτισης, για ενδυνάμωση του ρόλου τους στο σχολείο. Όλα φαίνεται ότι έχουν ανατεθεί στον αυτόματο πιλότο. Για να καταλάβει κανείς του λόγου το αληθές, μια επιμόρφωση καλοκαιρινή, εκτός ωραρίου διδασκαλίας (που ήταν να αρχίσει το Μάιο, αλλά άρχισε τον Ιούλιο), δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί για τους επιμορφούμενους, παρόλο που και τα μαθήματα έχουν τελειώσει εδώ κι ένα μήνα, και οι επιμορφωτές έχουν καταθέσει όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά!

Θα μπορούσε να αντιπροτείνει κανείς ότι τουλάχιστον υπάρχουν τα πορίσματα των διαφόρων εθνικών διαλόγων για την Παιδεία τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για μια νέα ουσιαστική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Κι αυτά όμως είναι μάλλον γενικόλογα και δεν δίνουν ουσιαστικές προτάσεις. Τα πράγματα όμως στην ουσία τους είναι απλά. Σχολείο που να συγκροτεί ισχυρές προσωπικότητες (Δημοτικό και Γυμνάσιο-Λύκειο), ενισχυμένη και σε σύνδεση με τις ανάγκες της παραγωγής Τεχνική-Επαγγελματική Εκπαίδευση, Εθνικό Απολυτήριο με πιστοποίηση γνώσεων σε ξένη γλώσσα (επίπεδο Β2), υπολογιστές (ECDL) και νέα ελληνικά (επάρκεια διδασκαλίας της γλώσσας ως ξένης στο εξωτερικό), με τη συνεργασία όλων των αρμόδιων φορέων (Πανεπιστημίων, PALSO, Επιστημονικών Ενώσεων κ. λ.π.). Ποιος όμως έχει διάθεση να ασχοληθεί με πράγματα που χρειάζονται αφοσίωση, σχέδιο, χρόνο, χρήμα και, πάνω απ’ όλα, προγραμματισμό;