Μου προξένησε μεγάλη εντύπωση ο θόρυβος που έγινε στα τοπικά μέσα ενημέρωσης για το γεγονός ότι ο νομός μας θα εκπροσωπείται με δύο αντί για τρεις βουλευτές στο ελληνικό κοινοβούλιο για την επόμενη δεκαετία, μέχρι, δηλαδή να διεξαχθεί η επόμενη απογραφή, βάσει της οποίας θα επαναπροσδιοριστούν οι έδρες κάθε εκλογικής περιφέρειας. Το λέω αυτό διότι, γνωρίζοντας τα γενικά αποτελέσματα της απογραφής από το καλοκαίρι, σχεδόν, κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο. Θα μου πείτε, βέβαια, ότι οι έδρες δεν καθορίζονται με βάση το μόνιμο, αλλά σύμφωνα με το νόμιμο πληθυσμό, οπότε θα μπορούσε η έδρα να διατηρηθεί, αν υπήρχαν στα δημοτολόγια περισσότεροι εγγεγραμμένοι από όσους πράγματι ζουν εδώ, αλλά, για να πω την αμαρτία μου, κι αυτό να γινόταν πιο θα ήταν το όφελος;
Για να έχει κάποιο νόημα η ύπαρξη περισσότερων βουλευτών (και δε μιλάω μόνο για την Άρτα, αλλά και για κάθε περιφέρεια), θα έπρεπε οι βουλευτές να εκπροσωπούν πρωτίστως την περιφέρειά που τους εκλέγει και όχι το κόμμα με το οποίο εκλέγονται. Στην εποχή μας, όμως, αυτό δε συμβαίνει, καθώς, τις περισσότερες φορές επιβάλλεται στους βουλευτές απόλυτη κομματική πειθαρχία, με αποτέλεσμα να υποτάσσονται στη βούληση της ηγεσίας του κόμματος, δεδομένου ότι είναι γνωστό πως όποιον είναι έξω από το «μαντρί» τον τρώει ο λύκος. Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, υπάρχει κανείς από εμάς, σοβαρά, που να πιστεύει ότι ο τόπος μας με τους τρεις εκπροσώπους του τα τελευταία 40 χρόνια έχει κάνει βήματα προόδου, τα οποία θα υποχωρήσουν τώρα που θα μείνει με δύο αντιπροσώπους στο εθνικό κοινοβούλιο; Τόσα χρόνια φορείς οικονομικής ανάπτυξης παραμένουν δύο κέντρα (στρατόπεδο, πρώην ΤΕΙ νυν πανεπιστήμιο με τη διοίκηση πλέον στα Ιωάννινα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό) που βασίζουν την κίνηση του χρήματος όχι στην παραγωγή αγαθών, αλλά στην παροχή υπηρεσιών, με αποτέλεσμα η οικονομία της περιοχής να παραμένει στατική, μονοδιάστατη και ελεγχόμενη από τις διαθέσεις της εκάστοτε κρατικής εξουσίας. Πιστεύει κανείς ότι αν οι βουλευτές μας δεν ήταν τρεις, αλλά τέσσερις, θα άλλαζε κάτι ως προς αυτό;
Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι, τόσο, η απώλεια της βουλευτικής έδρας, αλλά η απώλεια έμψυχου υλικού και η αδυναμία αναζωογόνησης του πρωτογενούς τομέα που θα μπορούσε να είναι πόλος έλξης για κάποιον, ώστε να εγκατασταθεί στην περιοχή μας. Εδώ βρίσκονται τα δύο βασικά προβλήματα του τόπου μας. Το ένα είναι η μετανάστευση, η οποία αρχίζει να προβάλλει ως επιλογή σε αρκετούς από τους νέους μας, ιδιαίτερα μέσα στην αβεβαιότητα και την ανησυχία που διαμορφώνονται τελευταία. Αρκετοί μαθητές μου έλεγαν πρόσφατα ότι ο στόχος τους είναι να σπουδάσουν, να κάνουν κάποιο μεταπτυχιακό στο εξωτερικό κι, αν τα καταφέρουν, να μείνουν εκεί. Αλλά κι αν ακόμα δεν μπορέσουν να φύγουν από τη χώρα, οι πιο πολλοί ονειρεύονται μια ζωή σε κάποιο από τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου, όπως νομίζουν, θα μπορέσουν να αποκατασταθούν ευκολότερα.
Τι κι αν η ποιότητα ζωής προβάλλει δυσοίωνη στο μεγάλο αστικό κέντρο! Τι κι αν οι λύσεις όσον αφορά τη διαβίωσή τους θα μπορούσαν να βρεθούν με τη βοήθεια της οικογένειας ή της χειρωνακτικής εργασίας στον κάμπο. Τα παιδιά ψάχνουν αυτό που τους έχουμε δυστυχώς μάθει ότι είναι το καλύτερο, δηλαδή μια δουλειά χωρίς μεγάλη σωματική κόπωση με σχετικά υψηλές απολαβές, κάτι εξαιρετικά δυσεύρετο στις μέρες μας. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς γιατί δεν κάνει κάποιος κάτι για να ανακόψει αυτό το ρεύμα φυγής. Γιατί δεν υπάρχει μια προσπάθεια οργανωμένη για να διαμορφωθούν και στον τόπο μας οι συνθήκες που θα επέτρεπαν ανάπτυξη και ευημερία τέτοια που να κρατήσει το νέο κόσμο στην πόλη και τα χωριά μας. Εδώ προβάλλει το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα (αναφέρομαι σε τοπικό επίπεδο, δεδομένου ότι το μέγιστο και σοβαρότερο πρόβλημα που καταδεικνύεται από την απογραφή είναι, όπως έχω επισημάνει και το καλοκαίρι, η υπογεννητικότητα). Πρόκειται για την παραμέληση του πρωτογενούς τομέα ο οποίος, για δεκαετίες αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της τοπικής οικονομίας. Κι αν για πάρα πολλά χρόνια το πορτοκάλι και για αρκετά άλλα το ακτινίδιο αποτέλεσαν πηγή οικονομικής ευημερία για τον τόπο, πλέον δεν αρκούν Χρειάζονται γενναίες παρεμβάσεις, όχι μόνο από την τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά, πρωτίστως από την πολιτεία.
Πόσες και ποιες, αλήθεια, επενδυτικές παρεμβάσεις έχει προωθήσει η οποιαδήποτε κυβέρνηση στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των αγροτών (γεωργών και κτηνοτρόφων), στην περιοχή μας; Ποια μέριμνα έχει ληφθεί, ας πούμε, για τους κτηνοτρόφους των Τζουμέρκων και τη διάθεση των ζώων τους; Υπάρχει οργανωμένο σφαγείο στην περιοχή μας; Πόσο έχει αξιοποιηθεί το πρώην ΤΕΙ (νυν πανεπιστήμιο με έδρα διοίκησης τα Ιωάννινα) για τη μελέτη της πιθανότητας εγκατάστασης νέων καλλιεργειών στο νομό; Πόσο είμαστε έτοιμοι να υποστηρίξουμε επενδύσεις τυποποίησης αγροτικών προϊόντων; Ας μην τα περιμένουμε όλα από την πιθανή τουριστική ανάκαμψη που (μπορεί) να έρθει αν και εφόσον λειτουργήσει το ΞΕΝΙΑ ως ξενοδοχείο 50 κλινών, αλλά ας προσπαθήσουμε να δούμε ποιες ανάγκες έχει ο κόσμος που θα ήθελε να μείνει εδώ, έτσι ώστε να καλύπτεται. Γιατί οι νέοι δε φεύγουν επειδή η Άρτα είναι άσχημη ή οπισθοδρομική, φεύγουν γιατί αισθάνονται ότι δε μπορούν να προγραμματίσουν μια ζωή με προοπτική στον τόπο τους.
Αυτό λοιπόν που νομίζω ότι μας λείπει είναι ίσως όχι το όραμα, άλλωστε αν ρωτήσουμε τους πολιτικούς μας, θα μας πουν ότι διαθέτουν τουλάχιστον ένα ο καθένας τους, αλλά η διάθεση να συντονίσουμε αυτά τα οράματα σ’ ένα ρεαλιστικό, εφαρμόσιμο μακρόπνοο πρόγραμμα που θα συγκεράζει τις απόψεις των περισσότερων και θα μπορεί να εφαρμοστεί ανεξάρτητα από τις εναλλαγές των κομμάτων στην εξουσία ή την τοπική αυτοδιοίκηση. Μας λείπει η διάθεση να παραμερίσουμε την φιλοδοξία μας και τους εγωισμούς μας και να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μας, σχεδιάζοντας εναλλακτικές λύσεις για κάθε πιθανό και απίθανο σενάριο, ώστε να διασφαλιστούν συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης.
Αυτό, όμως, απαιτεί πολύ περισσότερα από τρεις βουλευτές Άρτας στη Βουλή!