Ένας άρχοντας φύτεψε αμπελώνα, τον εμπιστεύθηκε στους γεωργούς του και έφυγε για άλλη χώρα. Κατά τον καιρό της συγκομιδής έστειλε τους δούλους του να πάρουν τους καρπούς, αλλά οι γεωργοί τούς κακοποίησαν, χωρίς να τους δώσουν τίποτε. Ξαναέστειλε άλλους δούλους, περισσότερους, αλλά έγινε πάλι το ίδιο. Τέλος έστειλε τον υιό του, μήπως και τον σεβαστούν και τον ντραπούν περισσότερο από τους δούλους. Οι γεωργοί όμως τον απέκτειναν, για να σφετεριστούν την κληρονομιά του (Κυριακή ΙΓ΄ Ματθαίου).
Στην παραβολή αυτή περιγράφεται η σχέση των ανθρώπων με τον Θεό. Οι εργάτες του αμπελώνα είμαστε όλοι οι άνθρωποι. Ο Θεός μάς έβαλε μέσα στο χωράφι του να εργαζόμαστε σύμφωνα με τις οδηγίες του. Το αμπέλι ανήκει στον Θεό. «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής». Όμως αυτό δεν είναι απολύτως αποδεκτό από τους ανθρώπους, που προσπαθούν να οικειοποιηθούν ό,τι μπορούν περισσότερο από την ιδιοκτησία του Θεού. Αρχικά καρπούνται τα πλούσια αγαθά της και εν συνεχεία αποπειρώνται να την κληρονομήσουν εξ ολοκλήρου. Βγάζουν τον νόμιμο κληρονόμο απέξω. Τον εξουδετερώνουν για να περιέλθει η κληρονομιά του σ’ αυτούς.
Η κατάσταση αυτή δείχνει μια δυσαρμονία, μια ρήξη στη σχέση με τον Θεό. Αντί να καλλιεργείται μια σχέση κοινωνίας με τον Θεό, εντείνεται η κίνηση ανεξαρτητοποίησης από αυτόν. Το προπατορικό αμάρτημα διαιωνίζεται. Ο άνθρωπος προσπαθεί να ωφεληθεί όσο πιο πολύ μπορεί από τον Θεό, να πάρει ό,τι μπορεί περισσότερο. Και μπορεί να μην φτάνει ο καθένας μας να «αποκτείνει» τον Θεό, αλλά σε κάποιο βαθμό τον κρατάμε εσκεμμένα έξω από τη ζωή μας. Τα δώρα του είναι ευπρόσδεκτα, μας αρέσει να απολαμβάνουμε τα αγαθά του, αλλά δεν θέλουμε τον χορηγό τους. Αγαπάμε την κτίση, μα όχι τον κτίσαντα. Βάζουμε στο μάτι μόνο την κληρονομιά του.
Συνηθίσαμε έτσι να απευθυνόμαστε στον Θεό, μόνο για να του ζητούμε. Γράφει ο γέροντας Τρύφωνας του Βάσον, ότι π. χ. ακούμε για βροχή το Σαββατοκύριακο, ενώ εμείς έχουμε προγραμματίσει πεζοπορία στο βουνό. Παρακαλούμε λοιπόν να μας εξασφαλίσει δυο ηλιόλουστες μέρες, για να απολαύσουμε την εκδρομή μας. Το αεροπλάνο μας τροχοδρομεί στον διάδρομο απογείωσης. Προσευχόμαστε για ασφαλή πτήση. Μαλώσαμε με τον προϊστάμενό μας σήμερα. Προσευχόμαστε να μη βρεθούμε άνεργοι τη Δευτέρα. Δηλαδή «η προσευχή μας περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό μας: Τί θέλουμε, τί χρειαζόμαστε, τί φοβόμαστε. Ωστόσο, ο Θεός που μας κάλεσε να καλλιεργήσουμε μια προσωπική σχέση μαζί Του δεν είναι ο Άη-Βασίλης και η δική μας προσευχητική ζωή δεν πρέπει να θυμίζει τα γράμματα που του στέλνουν τα παιδιά, για να του πουν τις επιθυμίες τους…
Πότε είπαμε για τελευταία φορά στον Θεό ότι τον αγαπούμε; Πότε καθίσαμε μπροστά στις εικόνες προσευχόμενοι, ζητώντας απλά από τον Θεό να έρθει στη ζωή μας και να μας γεμίσει με τον Εαυτό του; …Ο Χριστός μάς αποκάλυψε τον Θεό ως στοργικό Πατέρα, ο οποίος θέλει τα παιδιά του να του ανταποδίδουν αυτή την αγάπη. Δεν την απαιτεί, γιατί τότε δεν θα ήταν γνήσια αγάπη… Θα περιμένουμε λοιπόν να έρθει το τέλος της ζωής μας, ή θα πούμε στον Θεό τώρα ότι τον αγαπούμε και επιθυμούμε να επικοινωνούμε μαζί του; Γιατί μια μονόπλευρη σχέση δεν είναι καν σχέση» (Μικρά εωθινά, εκδ. Εν πλω, σ. 217-219).
Τί θέλουμε λοιπόν; Τον Θεό ή απλώς τα δώρα του, την κληρονομιά του;
π. Δημητρίου Μπόκου
Δείτε εδώ κείμενα του π. Δημητρίου Μπόκου