Skip to content

Μια από τις επετείους που περνούν μάλλον απαρατήρητες κάθε χρόνο είναι αυτή της παγκόσμιας ημέρας για τη συμβολή της επιστήμης στην ειρήνη και την ανάπτυξη.

Η Παγκόσμια Ημέρα Επιστήμης για την Ειρήνη και την Ανάπτυξη, που γιορτάζεται κάθε 10 Νοεμβρίου, αναδεικνύει το σημαντικό ρόλο της επιστήμης στην κοινωνία και την ανάγκη συμμετοχής του ευρύτερου κοινού σε συζητήσεις για αναδυόμενα επιστημονικά ζητήματα. Υπογραμμίζει επίσης τη σημασία της επιστήμης στην καθημερινή μας ζωή. Συνδέοντας στενότερα την επιστήμη με την κοινωνία, η Παγκόσμια Ημέρα Επιστήμης για την Ειρήνη και την Ανάπτυξη έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι οι πολίτες ενημερώνονται για τις εξελίξεις στην επιστήμη.

Τονίζει εξάλλου το ρόλο που διαδραματίζουν οι επιστήμονες στη διεύρυνση της κατανόησής μας για τον αξιοσημείωτο, εύθραυστο πλανήτη που αποκαλούμε σπίτι μας και στο να καταστήσουμε τις κοινωνίες μας πιο βιώσιμες. Η Ημέρα προσφέρει την ευκαιρία να κινητοποιηθούν όλοι οι παράγοντες γύρω από το θέμα της επιστήμης για την ειρήνη και την ανάπτυξη – από κυβερνητικούς αξιωματούχους έως τα μέσα ενημέρωσης και τους μαθητές σχολείων.

«Οι εφαρμογές των βασικών επιστημών είναι ζωτικής σημασίας για την πρόοδο στην ιατρική, τη βιομηχανία, τη γεωργία, τους υδάτινους πόρους, τον ενεργειακό σχεδιασμό, το περιβάλλον, τις επικοινωνίες και τον πολιτισμό», επιβεβαίωσε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 2 Δεκεμβρίου 2021, όταν ενέκρινε την πρόταση για ένα Διεθνές Έτος Βασικών Επιστημών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Η Παγκόσμια Ημέρα Επιστήμης συμβάλλει στο Έτος 2022 γιορτάζοντας αυτό το θέμα. «Χρειαζόμαστε περισσότερη βασική επιστήμη για να επιτύχουμε την Ατζέντα του 2030 και τους 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης», σημείωσε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών τον Δεκέμβριο του 2021.

Είναι αλήθεια ότι το μερίδιο των εγχώριων ερευνητικών δαπανών που αφιερώνεται στις βασικές επιστήμες ποικίλλει σημαντικά από τη μια χώρα στην άλλη. Σύμφωνα με στοιχεία της Επιστημονικής Έκθεσης της UNESCO για το 2021 για 86 χώρες, ορισμένες αφιερώνουν λιγότερο από το 10% των ερευνητικών τους δαπανών σε βασικές επιστήμες και άλλες περισσότερο από το 30%. Η επένδυση στις βασικές επιστήμες είναι προς το συμφέρον τόσο των ανεπτυγμένων όσο και των αναπτυσσόμενων χωρών, δεδομένων των δυνατοτήτων εφαρμογής για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Για παράδειγμα, ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων σε όλο τον κόσμο πάσχουν από διαβήτη. Χάρη σε εργαστηριακές μελέτες των τρόπων με τους οποίους τα γονίδια μπορούν να χειριστούν για να φτιάξουν συγκεκριμένα πρωτεϊνικά μόρια, οι επιστήμονες είναι σε θέση να κατασκευάσουν γενετικά ένα κοινό βακτήριο, το Escherichia coli, για την παραγωγή συνθετικής ανθρώπινης ινσουλίνης.

Η επισήμανση αυτή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στις μέρες μας που η επιστημονική έρευνα έχει χρησιμοποιηθεί για την εξέλιξη και ανάπτυξη όπλων μαζικής καταστροφής, αλλά και θεωριών που συμβάλλουν στην εδραίωση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της κυριαρχίας των απρόσωπων αριθμών και της καταστροφής της φύσης.

Όπως τονίζει ο μεγάλος γιατρός και ανθρωπιστής επιστήμονας Γρηγόρης Σκαλκέας, «τα ευγενή ιδεώδη του ανθρωπισμού διασύρθηκαν και υπονομεύθηκαν στις μέρες μας. Η σύγχυση πραγματικών και πλασματικών αναγκών, η πνιγηρή εντατικοποίηση του ρυθμού της ζωής στις μεγαλουπόλεις, η εσωτερική μοναξιά, το άγχος και η αγωνία αλλοτριώνουν βαθύτατα και παρεμποδίζουν την πνευματική ολοκλήρωση των ανθρώπων.

Μέσα στο κλίμα αυτό ζει, μεγαλώνει και εργάζεται ο σύγχρονος επιστήμονας. Ο επιστήμονας βαρύνεται με πολύμορφη ευθύνη για τη γνώση που κατά κάποιον τρόπο παράγει και οφείλει να προβλέπει οποιοδήποτε πιθανό κίνδυνο που θα μπορούσε να προέλθει από τη χρήση της –ή την κατάχρησή της– στο μέλλον για τον άνθρωπο και για την οικουμένη. Πρέπει να αποφασίζει με άγρυπνη συνείδηση και υπευθυνότητα εάν τα αποτελέσματα των ερευνών του πρέπει τελικά να εφαρμοσθούν. Κάθε επιστημονικό επίτευγμα πρέπει να εξετάζεται όχι μόνο ως γνωστική ή υλική κατάκτηση, αλλά και για το αν θα αποβεί ευεργετικό ή επιζήμιο, ή και καταστρεπτικό, για την ύπαρξη του ανθρώπου. Τον έλεγχο αυτό κανένας άλλος δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να επιβάλλει στη συνειδητή ελευθερία του επιστήμονα παρά μόνον η συναίσθηση της ανθρώπινης και γενικά της κοινωνικής του ευθύνης».

Η ευθύνη του επιστήμονα είναι το μέγα ζητούμενο στις μέρες μας. Και η επιστημονική κοινότητα οφείλει να λάβει θέση. Όπως τονίζει και ο μεγάλος σοφός Ε. Π. Παπανούτσος, «ευθύνη έχουν, δεν μπορούν παρά να έχουν, θέλοντας και μη έχουν τα πρόσωπα που κάνουν επιστήμη, οι επιστήμονες. Ακριβώς γιατί κάνουν (συνειδητά, εμπρόθετα, εκούσια) επιστήμη του νέου τύπου, του «ευρωπαϊκού», που αγωνίζεται να αποσπάσει τα «μυστικά» αυτής της πορείας, για να αντλήσει δύναμη. Όποιος ζητάει και παίρνει δύναμη, είτε την κρατάει ο ίδιος, είτε την παραχωρεί σε άλλους (βιομηχάνους, στρατηγούς, πολιτικούς, κτλ.) είναι υπεύθυνος για ό,τι πρόκειται να γίνει με αυτή τη δύναμη. […] Δεν είναι από «καθαρή αγάπη προς την πρόοδο της έρευνας», από «ένθεο ζήλο για την εύρεση της αλήθειας» που οι μεγάλοι οικονομικοί οργανισμοί, τα επιτελεία και οι κυβερνήσεις ξοδεύουν αμύθητα ποσά για εγκαταστάσεις και εξοπλισμό επιστημονικών εργαστηρίων, για μισθούς προσωπικού, για έπαθλα και διακρίσεις προς όσους προωθούν αποτελεσματικά και πρωτότυπα τις διάφορες εξερευνήσεις. Δύναμη διψούν να αποκτήσουν. Όχι, φυσικά, για να τη χαρούν σαν καλλιτέχνες της ζωής, αλλά για να την εκμεταλλευτούν και με αυτήν να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Ποιοι είναι αυτοί οι σκοποί; Και ποιοι θα ωφεληθούν από την πραγματοποίησή τους»;

Στα ερωτήματα αυτά του μεγάλου μας σοφού οφείλουν οι επιστήμονες να τοποθετηθούν και να δώσουν απαντήσεις.