«Χθες αγόρασα μια γιαπωνέζικη καρμανιόλα…», μου είπε ένας φίλος προ ημερών. Παλιός συμφοιτητής, τον θυμάμαι τόσα χρόνια να είναι υπόδειγμα ευγένειας, ψυχραιμίας και πραότητας. Οπότε, σκέφτηκα, τι το ήθελε το όργανο εκτέλεσης; Μόλις μου έδειξε περί τίνος επρόκειτο, συνειδητοποίησα ότι έχουμε κι εμείς τέτοια συσκευή στο γραφείο για να κόβουμε χαρτιά, αλλά δεν είχα ακούσει και ποτέ να τη χαρακτηρίζουν με αυτό το όνομα. Με αυτή λοιπόν την αφορμή σκέφτηκα να γράψω ένα σχετικό κείμενο, πάντα εμφορούμενος από τη μεταφορική σημασία λέξεων και φράσεων. Όπως έχει και άλλοτε σημειωθεί, οι μεταφορές στη γλώσσα δεν είναι απλώς ένας επικοινωνιακός μηχανισμός που δημιουργεί εικόνες για έννοιες, συναισθήματα και καταστάσεις που δεν έχουν (ακόμα) λεξιλογική υπόσταση. Πολύ συχνά έχουν στην επικοινωνία τον ρόλο της εμφατικής έκφρασης, λειτουργώντας περίπου όπως η καρικατούρα σε σχέση με το εικονιζόμενο: μεγεθύνει με τάση γελοιογραφική τα καίρια χαρακτηριστικά. Ο στόχος δηλαδή του ομιλητή είναι να προσδώσει πολύ ισχυρή έμφαση στα λεγόμενά του, προκαλώντας αντίστοιχες ψυχοσυναισθηματικές αντιδράσεις.
Μια πολύ χαρακτηριστική κατηγορία τέτοιων μεταφορών είναι οι λέξεις και εκφράσεις που συνδέονται με τον φόνο ή τον τραυματισμό και περιγράφουν, με τη μέθοδο της καρικατούρας, που προαναφέρθηκε –ή της εμφατικής έκφρασης, σε πιο σοβαρό κειμενικό πλαίσιο– καταστάσεις πολύ μεγάλης ταλαιπωρίας, οδύνης, δυσκολίας, δυσφορίας κ.λπ. Είναι γεγονός ότι οι λέξεις αυτές, ακόμα και στην κυριολεκτική τους σημασία, έχουν μια εγγενή αρνητική εκφραστικότητα, λόγω βεβαίως της απαξίας με την οποία συνοδεύεται κάθε πράξη φόνου ή μαρτυρικού βασάνου. Αρκεί να σκεφτούμε τη συναισθηματική μας αντίδραση στο άκουσμα λέξεων και φράσεων όπως: βγάζω «ακρωτηριάζω, ξεριζώνω» (–Παλιοκόριτσο! Αν ξαναπείς τέτοια κουβέντα, θα σ’ τα βγάλω τ’ αυτιά/θα σ’ τη βγάλω τη γλώσσα!), κρεμάω «απαγχονίζω» (–Θέλω να μου πεις ποιος είπε ότι είμαι γκέι… –Λάκη, δεν πρόκειται να σου το πω, που να με κρεμάσεις ανάποδα!), παλουκώνω «ανασκολοπίζω» (λέξη με κυριολεκτική σημασία κυρίως αναφορικά με την Τουρκοκρατία, πβ. Μετά την αποτυχία της επανάστασης του Ορλώφ οι Τούρκοι παλούκωσαν πάνω από 3.000 Έλληνες της Τριπολιτσάς).
Αν η κυριολεκτική σημασία έχει τόση αρνητική εκφραστικότητα, πόσο μάλλον η μεταφορική, με την οποία κυρίως θα ασχοληθούμε εδώ. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που έρχεται στον νου μας είναι ο έρωτας, που προκαλεί γλυκές λαβωματιές, γι’ αυτό και πάμπολλα είναι τα σχετικά τραγούδια: «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι» ισχυριζόταν ο Τόλης Βοσκόπουλος, «Δώσ’ μου να πιω το δηλητήριο» εκλιπαρούσε η Ρίτα Σακελλαρίου, «Ποια χέρια γίνανε σπαθιά» αναρωτιέται ο Μανώλης Μητσιάς…
Ας δούμε παρακάτω τα πιο χαρακτηριστικά σχετικά λήμματα:
ακρωτηριάζω:
- περικόπτω δραματικά. –Δυστυχώς, με τα κείμενα που αφαίρεσε ο εκδότης για να εξοικονομήσει χαρτί, ακρωτηρίασε το βιβλίο μου σε βαθμό που να μην το αναγνωρίζω!
αυτοκτονώ:
- είμαι αυτοκαταστροφικός. Η εν λόγω ομάδα αυτοκτόνησε από την αρχή του αγώνα, αφού ο κορυφαίος σκόρερ της έχασε πέναλτι! // Με τη δήλωση υποστήριξής του προς τον ηθοποιό που προσπάθησε να πνίξει τη σύντροφό του, ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης ουσιαστικά αυτοκτόνησε!
βασανιστήριο:
- μεγάλη δοκιμασία. –Όποτε έρθεις στο σπίτι μου, να πάρεις ταξί, γιατί το παρκάρισμα στο Παγκράτι είναι βασανιστήριο!
γδάρτης:
- μεταφορικά ο Μάρτιος. Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης (λόγω των έντονων καιρικών φαινομένων που πολύ συχνά εκδηλώνονται στη διάρκεια του εν λόγω μήνα).
γδέρνω:
- προκαλώ επιφανειακό τραυματισμό: –Τι έμαθα; Έπεσε ο Νικολάκης με το ποδήλατο; Είναι καλά; –Ευτυχώς δεν υπήρξε κάταγμα, μόνο τα πόδια του έγδαρε.
- χρεώνω υπερβολικά. –Μας έγδαρε ο άτιμος… Για μια μερίδα καλαμάρια, μια μερίδα πατάτες, μία χωριάτικη και δύο μπίρες πληρώσαμε 75 ευρώ!
- γρατζουνώ, φθείρω ελαφρώς. –Σήμερα εκεί που ξεπαρκάριζε ένας βλάκας, χτύπησε το αμάξι μου και το έγδαρε στον προφυλακτήρα.
δηλητηριάζω:
- πικραίνω. –Το ισοπεδωτικά αρνητικό σχόλιό της για το νέο μου τραγούδι με δηλητηρίασε.
- προκαλώ μη αναστρέψιμη φθορά. –Με τ’ αδέρφια μου ήμασταν πολύ αγαπημένοι, από πέρυσι όμως που πέθανε ο πατέρας μου και προέκυψαν κληρονομικές διαφορές, οι σχέσεις μας δηλητηριάστηκαν.
δήμιος:
- αυτός που καταπατά απροκάλυπτα. Μπορεί τα κυβερνητικά ΜΜΕ να τον εκθειάζουν σαν μεγάλο και δημοκρατικό ηγέτη, όμως όσοι κατάφεραν να διαφύγουν από αυτή τη χώρα τον παρουσιάζουν σαν δήμιο ακόμη και των στοιχειωδέστερων δικαιωμάτων του λαού.
διαμελισμός:
- κατάτμηση, διαίρεση. Ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους Συμμάχους ήταν ένα καθοριστικής σημασίας γεγονός σε μια τεράστια γεωγραφική ζώνη.
δολοφονικός:
- υποχθόνιος, μοχθηρός. –Τι να σου λέω, βρε Χρύσα μου… Να είμαστε δίπλα στο φέρετρο του μακαρίτη του πεθερού μου και να με κοιτάζει η συννυφάδα μου μ’ ένα δολοφονικό βλέμμα…
θάβω:
- αποσιωπώ, συγκαλύπτω. –Ο ξάδερφός μου, που είναι υψηλόβαθμος αξιωματικός, μου είπε ότι το ζήτημα αυτό το έθαψαν επειδή εμπλέκεται κι ο γιος ενός μεγαλοεπιχειρηματία!
- κακολογώ, υπονομεύω. –Δεν την ξέρεις καλά… Μπορεί να σε κολακεύει, αλλά να ξέρεις ότι πίσω σου σε θάβει, όπως κάνει με όλους μας! Μιλάμε για φτυάρι, όχι αστεία…
- καταστρέφω. –Είχε εξαιρετικό βιογραφικό, αλλά αυτή η καταγγελία για κακοποίηση της συζύγου του τον έθαψε!
θάλαμος αερίων:
- ο τρόπος θανάτωσης που εφάρμοζαν οι Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης· (μεταφορικά) τόπος όπου επικρατούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες και άπνοια, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αποπνικτική ατμόσφαιρα. Θάλαμος αερίων η Αθήνα! Στους 46 βαθμούς σήμερα η θερμοκρασία!
θερίζω:
- φονεύω με αγριότητα, κατακρεουργώ: Τα στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά που μπήκαν στην πόλη, θέρισαν όλους τους άντρες, αφήνοντας τα γυναικόπαιδα έρμαια της τύχης τους. // Το ανεξέλεγκτο φορτηγό παρέσυρε 4 περαστικούς και τους θέρισε.
- (γ΄ πρόσ.) σημειώνει έξαρση. Θερίζει η γρίπη! Αυξάνονται καθημερινά οι εισαγωγές στα νοσοκομεία!
- προκαλώ μεγάλο πόνο. –Εγώ έφαγα μύδια, αλλά ήταν χαλασμένα και με θέρισαν!
θυσιάζομαι:
- κάνω τεράστιες υποχωρήσεις. –Εγώ θυσιάστηκα για τον Στέλιο, αλλά αυτός με απάτησε με την κουμπάρα μας!
ηλεκτρική καρέκλα:
- τρόπος θανάτωσης βαρυποινιτών που εφαρμόζεται κυρίως στις ΗΠΑ· (μεταφορικά) θέση με πολλές ευθύνες. Σε ηλεκτρική καρέκλα ο υπουργός Οικονομικών, καθότι η εκτίναξη του δημόσιου χρέους πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα και αποτελεσματικά μέχρι τα τέλη του έτους.
κανίβαλος:
- αυτός που επιδεικνύει απάνθρωπη συμπεριφορά, ακραίο κυνισμό. –Είμαι σοκαρισμένος… Μας εκμυστηρεύτηκε ο άνθρωπος ότι η κόρη του είναι σε φυλομετάβαση γιατί αυτοπροσδιορίζεται σαν αγόρι και οι κανίβαλοι το διέδωσαν σε όλο το κτίριο μέσα σε μία ώρα!
καρατομώ:
- αποκεφαλίζω· (μεταφορικά) απομακρύνω από διοικητική θέση, αποπέμπω, απολύω: Μετά το τραγικό δυστύχημα στη μονάδα του Έβρου, ο πρωθυπουργός καρατόμησε τον αρχηγό Στρατού. (Συνώνυμες οι φράσεις Θα πάρω κεφάλια/Έπεσαν κεφάλια).
καρμανιόλα:
- η λαιμητόμος, για τον αποκεφαλισμό καταδίκων· (μεταφορικά) σημείο όπου πολλοί άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους: Τρεις νεαροί έχασαν σήμερα τη ζωή τους σε τροχαίο δυστύχημα που έγινε στον δρόμο-καρμανιόλα της Δυτικής Πελοποννήσου.
κατακρεουργώ:
- κάνω κραυγαλέο λάθος. –Το τι βλέπω στα διαγωνίσματα… Σήμερα ένας μαθητής έγραψε τη λέξη έλλειμμα με 1 λ, 1 μ και ι (έλιμα)! Το κατακρεούργησε!
κόβω:
- ακρωτηριάζω.–Βαγγελάκη, θα σου την κόψω τη γλώσσα αν ξαναπείς τέτοια κουβέντα! / –Πρώτη και τελευταία φορά σού το λέω! Αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ το κόψω σύριζα το χέρι! / –Αν ξαναρίξεις μπάζα στο οικόπεδό μου, θα σου τα κόψω και τα δύο τα πόδια!
κοψοχέρης:
- αυτός που αυτοακρωτηριάζεται επειδή έχει μετανιώσει για την ψήφο του στις εκλογές. –Να μου κοπεί το χέρι αν ξαναψηφίσω αυτό το κόμμα! –Άσε, ρε Φάνη… Αν γινόταν αυτό που λες, οι περισσότεροι ψηφοφόροι θα έβγαζαν αναπηρική σύνταξη! Κοψοχέρηδες όλοι…
κρεμάλα:
- Η λέξη συναντάται σε διάφορες φράσεις, τόσο κυριολεκτικά (–Άκου εκεί… Μάνα και σκότωσε τον γιο! Η υπόθεση αυτή σηκώνει κρεμάλα!), αλλά και σκωπτικού χαρακτήρα, όπως: –Ρε Σάκη, τι μούτρα είν’ αυτά! Λες και σε πάνε για κρεμάλα!
- είδος επιτραπέζιου παιγνιδιού
- ο γάμος. –Παρότι 65 χρονών, ετοιμάζεται για κρεμάλα ο αδερφός της!
κρεμάω:
- φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση. –Κι ενώ είχαμε ετοιμάσει τα πάντα για τη γιορτή, την ίδια μέρα μάς ειδοποίησε η εταιρεία κέτερινγκ ότι όλο το προσωπικό είναι με κορωνοϊό! Μας κρέμασαν! || –Αφού ήσουν τόσο χαζός κι εμπιστεύτηκες κάποιον τηλεφωνικά για να του δώσεις τους κωδικούς του e–banking, να πας να κρεμαστείς (είσαι άξιος των επιλογών σου, δεν με ενδιαφέρει πλέον τι κάνεις)!
λιανίζω:
- νικώ κατά κράτος. Στον αποψινό αγώνα είμαι βέβαιος ότι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα τη λιανίσει τη Σαουθάμπτον.
- ξυλοκοπώ. –Χθες την ώρα που γυρίζαμε απ’ το σχολείο με τους συμμαθητές μου, είδαμε έναν αλήτη που έκλεψε την τσάντα μιας ηλικιωμένης! Τον πιάσαμε και τον λιανίσαμε!
μακελεύω:
- προκαλώ μακελειό· μεταφορικά, μεγάλο πόνο/ταλαιπωρία. –Πάμε μέσα, γιατί εδώ έξω μας έχουν μακελέψει τα κουνούπια!
μαρτύριο:
- μεγάλη ταλαιπωρία. Η λέξη είχε και κυριολεκτική σημασία (φρικτός θάνατος, που είχαν οι μάρτυρες της πίστης και του έθνους). –Είχε πορεία στο Κέντρο σήμερα. Μαρτύριο μέχρι να φτάσω στη δουλειά!
ματώνω:
- εκδηλώνω αυτοθυσιαστική αγάπη. –Εμείς ματώνουμε καθημερινά γι’ αυτά τα παιδιά, κι αυτά δεν διαβάζουν καθόλου!
μαχαιρώνω:
- καταθλίβω. –Πριν από λίγο βγήκε το αποτέλεσμα της βιοψίας. Ο Νίκος έχει καρκίνο στο πάγκρεας! –Όχι! Με μαχαίρωσες τώρα…
παλουκώνομαι:
- (μεταφορικά) μένω αμετακίνητος στη θέση μου. –Μαμά, θα πάω για μπάσκετ… –Παλουκώσου και διάβασε, γιατί αύριο γράφεις διαγώνισμα!
σαϊτεμένος (διαλεκτικό):
- αυτός που έχει χτυπηθεί από σαΐτα (βέλος, εν προκειμένω ερωτικό). «Σαϊτεμένο μ’ έχεις, πληγή δεν φαίνεται και άλλος από σένα γιατρός δεν γίνεται» (παραδοσιακό τραγούδι).
σκίζω:
- τέμνω, κατακόβω. –Αν ήξερα ποιος έβαλε φόλες και σκότωσε το σκυλάκι μου, θα τον έσκιζα στα δύο!
σκοτώνω:
- φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση: –Μάστορα, δεν θα μπορέσω να έρθω αύριο για δουλειά, γιατί τρακάρισε ο γιος μου! –Περαστικά, ρε Γιάννη, αλλά με σκότωσες τώρα… Πού να βρω καλουπατζή το πρωί που θα έρθουν δυο μπετονιέρες στην οικοδομή;
- ερμηνεύω ανεπιτυχώς. –Το γέλιο ήταν όταν ο μπατζανάκης μου ζήτησε το μικρόφωνο για να τραγουδήσει τη «Φραγκοσυριανή»… Τη σκότωσε!
- εκδηλώνω υπερβάλλοντα ζήλο. Είχαμε πάει στην ψαροταβέρνα του Στέργιου. Παρότι είχε πολλή δουλειά, σκοτώθηκε να μας εξυπηρετήσει.
- πουλάω σε πολύ χαμηλή τιμή. Έχω άμεση ανάγκη από ρευστό, γι’ αυτό θα σκοτώσω τα κτήματα που έχω στο χωριό.
στήνω (στον τοίχο / στα έξι μέτρα):
- λαμβάνω πολύ σκληρές αποφάσεις εις βάρος κάποιου, σαν να πρόκειται να τον εκτελέσω διά τυφεκισμού: –Ανάλγητος άνθρωπος ο διευθυντής! Για το ένα και μοναδικό λογιστικό λάθος που έκανα στα είκοσι χρόνια στην εταιρεία, μ’ έστησε στον τοίχο!
στραγγαλίζω:
- καταστρέφω, ματαιώνω. –Εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά επειδή ο πατέρας μου ήταν κορυφαίος καρδιολόγος στην πόλη, στραγγάλισε τα όνειρά μου για να τον διαδεχθώ.
σφαγή:
- (για διαιτησία σε αθλήματα) ήττα λόγω μεροληπτούντος διαιτητή: Η σφαγή της ομάδας μας ήταν ξεκάθαρο σε τι οφειλόταν…
- μαζική αποτυχία. Σφαγή στις πανελλήνιες! Το 60% των υποψηφίων έγραψε κάτω από τη βάση στη Φυσική!
σφάζω (με το βαμβάκι/γάντι):
- κρίνω πολύ αυστηρά, αλλά διατυπώνω υπαινικτικά την άποψή μου: Την είδε ο διευθύνων σύμβουλος μ’ εκείνο το πράσινο φόρεμα και την έσφαξε με το γάντι… «Κάμπια ντύθηκες σήμερα;», της είπε.
σφάχτης:
- ο έντονος μυϊκός πόνος. –Είχα κοιμηθεί με το κλιματιστικό αναμμένο και σήμερα έχω ένα σφάχτη στον σβέρκο, που δεν μπορώ να στρίψω καθόλου.
πετσοκόβω:
- μειώνω δραστικά. –Εμείς παίρναμε καλό εφάπαξ, αλλά τώρα μας το πετσόκοψαν, ούτε 10 χιλιάρικα δεν φτάνει.
σακατεύω/ομαι:
- φθείρω. –Ρε συ, πώς έγινε έτσι ο Παύλος! Δεν τον γνώρισα… –Τον σακάτεψαν τα προβλήματα… Χώρισε πέρυσι, ο γιος του ναρκομανής…
- τραυματίζομαι σοβαρά. –Περαστικά! Τι έπαθες; –Είχα ανέβει να κόψω κεράσια, έσπασε το κλαδί και σακατεύτηκα!
σουβλίζω:
- προκαλώ αφόρητο πόνο. –Είχα βοηθήσει τον αδερφό μου στη μετακόμιση και τώρα με σουβλίζει η μέση.
σουβλιά:
- έντονος πόνος. –Ο μακαρίτης ο άντρας μου παραπονιόταν από προχθές ότι ένιωθε σουβλιές στο στήθος, αλλά δεν ήθελε να πάει στον γιατρό…
τρώω:
- Το ρήμα συναντάται σε πληθώρα μεταφορικών σημασιών και φράσεων, π.χ. πιέζω αφόρητα. –Θα τον χωρίσω τον Περικλή! Μ’ έχει φάει με τη ζήλια του… // –Μ’ έχει φάει ζωντανό αυτή η γυναίκα…
- εξοντώνω. –Μη βγάλεις τσιμουδιά, γιατί θα σε φάω!
τσακίζω:
- σπάω, προκαλώ κάταγμα. –Αν ξαναμπείς στον κήπο μου, θα σ’ τα τσακίσω τα πόδια! Συχνά και ως απειλή-κατάρα: –Παλιοτόμαρο, τσακίσου!
τσεκουρώνω:
- είμαι πολύ αυστηρός. –Σήμερα βγήκαν τα λατινικά ογδόου εξαμήνου. Μας τσεκούρωσε πάλι ο καθηγητής!
φαρμακώνω:
- προκαλώ τεράστια θλίψη. –Όταν μου είπε ο Αντώνης ότι έχει σχέση με την κολλητή μου, με φαρμάκωσε! Συνώνυμο: μαχαιρώνω.
φουρκίζω:
- κρεμάω, απαγχονίζω (φούρκα είναι διχαλωτό ξύλο, σε σχήμα Υ). Η πρώτη σημασία του ρήματος (συνήθης σε ιστορικά έγγραφα της περιόδου της Τουρκοκρατίας) σήμερα δεν χρησιμοποιείται ευρέως παρά μόνο σε ιδιωματικά λεξιλόγια· (μεταφορικά) ενοχλώ έντονα, προκαλώ. –Μωρό μου, δεν ταιριάζει αυτό το χρώμα με το κουστούμι σου! Τη φούξια γραβάτα να βάλεις… –Χριστίνα, μη με φουρκίζεις πρωινιάτικα! Όποια γραβάτα γουστάρω θα φορέσω! // –Έλα τώρα, ηρέμησε… Φουρκίστηκες που σου είπε μια βλακεία ο Γιάννης;
χαρακίρι:
- τελετουργική αυτοκτονία Ιαπώνων πολεμιστών σαμουράι (μεταφορικά) αυτοκαταστροφική ενέργεια. Η απόφαση του προέδρου του κόμματος να αποπέμψει τον υπεύθυνο Τύπου μια βδομάδα πριν από τις εκλογές είναι χαρακίρι!
χαριστική βολή:
- ο πυροβολισμός που έδινε ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος στο πρόσωπο που εκτελούνταν (υπό μορφή χάρης, για να μην ψυχορραγεί!), αλλά και το τελειωτικό χτύπημα ώστε να εκμηδενιστεί το ενδεχόμενο επιβίωσης του δολοφονηθέντος· (μεταφορικά) η πολύ μεγάλη δοκιμασία. –Τη χαριστική βολή τού την έδωσε η κόρη του, που παντρεύτηκε μ’ έναν 30 χρόνια μεγαλύτερό της!
ψαχνό:
- βαράω στο ψαχνό: πυροβολώ προς το πλήθος, χωρίς οίκτο. –Όταν συγκεντρωθήκαμε για την πορεία, οι Γερμανοί μάς έριξαν στο ψαχνό!
Αξιοπρόσεκτη επίσης είναι η χρήση ρημάτων που χρησιμοποιούνται σε υποθετικό λόγο για έκφραση απειλής: –Αν σε πιάσω στα χέρια μου, σε σκότωσα! // –Αν ξαναπείς τέτοια κουβέντα για την κόρη μου, σ’ έσκισα! (αόριστος αντί του αναμενόμενου μέλλοντα, «θα σε σκοτώσω», «θα σε σκίσω», για επίταση σημασίας). Αρκετά είναι και τα επώνυμα που σχετίζονται με τρόπο θανάτωσης ή σοβαρότατου τραυματισμού/ακρωτηριασμού (π.χ. Φαρμάκης, Τσεκούρας, Χαντζάρας, Μαχαιρίτσας, Κουτσαύτης, Κουτσομύτης, Κουτσοχέρας, Κολοβόπουλος κ.ά.), ενώ ίσως θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν και ορισμένα τοπωνύμια (Κουτσό Ξάνθης, Κουτσοχέρα Ηλείας κ.ά.). Για τη γλώσσα, που, όπως και η ίδια η πραγματικότητα, έχει πλευρές που άλλοτε μας γοητεύουν κι άλλοτε μας τρομάζουν, δεν υπάρχει πιο εύστοχη διατύπωση από αυτήν της λαϊκής θυμοσοφίας: «Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». Πιστεύουμε ότι το λαϊκό ρητό έγινε κάπως πιο εναργές με το παρόν άρθρο μας.
Κείμενο – φωτογραφίες: Βασίλης Μαλισιόβας
Δείτε εδώ κείμενα του κ.Μαλισιόβα