Skip to content

Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, παρότι σημαδεύτηκε από την τρίτη κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου ποδοσφαίρου από την Αργεντινή του Λιονέλ Μέσι (ίσως τη μοναδική φορά που η Αργεντινή το κατέκτησε χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε μία φορά δόλια μέσα), θα μείνει χαραγμένο και για τρεις τουλάχιστον πράξεις βίας που συνέβησαν στην ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου της Αττικής.

Στην πρώτη περίπτωση, είχαμε μια ένοπλη ληστεία. Αντιμέτωποι με δυο ένοπλα άτομα που κρατούσαν ο ένας καραμπίνα και ο άλλος πιστόλι, βρέθηκαν υπάλληλοι και πελάτες σούπερ μάρκετ που βρίσκεται στο Κορωπί. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα iefimerida, οι δράστες αφού εισέβαλαν ένοπλοι στην αλυσίδα τροφίμων ακινητοποίησαν όσους βρισκόταν στο κατάστημα και με την απειλή των όπλων, αφαίρεσαν χρήματα από τα ταμεία και ένα χρηματοκιβώτιο.

Στη δεύτερη περίπτωση υπήρξε μια αυτοκτονία ενός νέου παιδιού 15 ετών που έβαλε τέλος στην ζωή του, μέσα στο μπάνιο του σπιτιού του στο Παλαιό Φάληρο. Δευτερόλεπτα πριν, είχε καλέσει το 112 και εξέφρασε την πρόθεση του να αυτοκτονήσει, δίνοντας μάλιστα την διεύθυνση της οικίας του. Οι αρχές διερευνούν αν το όπλο με το οποίο έβαλε τέλος στην ζωή του, το κατείχε νόμιμα ο πατέρας του, ενώ είναι πολύ πιθανό να ασκηθεί δίωξη στους γονείς για παραμέληση εποπτείας ανηλίκου.

Το τρίτο περιστατικό συνέβη το απόγευμα της Κυριακής στη Νέα Σμύρνη, με θύματα δύο άνδρες Αλβανικής καταγωγής που δέχθηκαν πυρά μασκοφόρου ενόπλου που πετάχτηκε από τους θάμνους και τους πυροβόλησε σε εξωτερικό χώρο γνωστής και πολυσύχναστης καφετέριας. Ο δράστης προχώρησε ανάμεσα στα τραπέζια, πλησίασε τους στόχους και πυροβόλησε τους δύο άνδρες εν ψυχρώ.

Όλες αυτές οι τραγικές εξελίξεις δείχνουν, πέρα από τη σοβαρή κρίση ταυτότητας του θεσμού της οικογένειας (οι γονείς του νεαρού αυτόχειρα θα ελεγχθούν για παραμέληση ανηλίκου, τη στιγμή που στις περισσότερες οικογένειες οι γονείς, εξωθούμενη από την ίδια την κοινωνία, αγωνίζονται για να εξασφαλίσουν την επιβίωση εις βάρος τόσο της ίδιας της υγείας τους, όσο και της σχέσης τους με τα απιδιά τους) , πολύ περισσότερο την ύπαρξη της βίας (ως αίσθηση, ως παρόρμηση, ως συναίσθημα ή πράξη) σε όλους σχεδόν τους τομείς της κοινωνικής συμβίωσης. Το γεγονός αυτό δημιουργεί κλίμα ανησυχίας, η οποία γίνεται εντονότερη, αν αναλογιστούμε την αύξηση των κρουσμάτων άσκησης βίας στα σχολεία, αλλά και γενικότερα στην κοινωνία μας. Είναι, μάλιστα, πολύ μεγαλύτερη η ανησυχία, αν τη συνδυάσουμε τόσο με τις γενικότερες εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο (ένας πόλεμος μαίνεται στη γειτονιά μας και η Τουρκία χρησιμοποιεί πολεμική ρητορική), όσο και με τις γενεσιουργές αιτίες που την προκαλούν και που δε φαίνεται εύκολο να απαλειφθούν γρήγορα.

Είναι κοινό μυστικό πως κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας, μέσα στην κρίση και ακόμη περισσότερο μέσα στην πανδημία, είναι η ανασφάλεια. Αυτή όμως η ανασφάλεια διαμορφώνει και επιφυλακτικότητα, η οποία, με τη σειρά της, δημιουργεί το φόβο. Από τη στιγμή, όμως, που ο φόβος θα γίνει κυρίαρχο χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας, έχει πλέον εγκατασταθεί για τα καλά και η βία. Διότι για ποιο λόγο γινόμαστε βίαιοι; Αν αφήσουμε κατά μέρος τις παθολογικές περιπτώσεις ή τις περιπτώσεις όπου κυριαρχεί ανεξέλεγκτο πάθος, η βία προέρχεται από την επιθυμία να κυριαρχήσει κάποιος έναντι του άλλου (να του αφαιρέσει πολύτιμα αγαθά, να τον εξευτελίσει, να τον υποβιβάσει), η οποία πηγάζει από το φόβο που προκαλεί είτε η αδυναμία για επιβίωση με ίδια μέσα είτε η ανασφάλεια είτε η αίσθηση της μειονεξίας.

Θα υπήρχε άραγε βία σε έναν κόσμο όπου η επιβίωση και η ευημερία, η ασφάλεια και ο άνετος βίος θα ήταν εξασφαλισμένα; Δύσκολα μπορεί να απαντήσει κάποιος σε τούτο το ερώτημα. Η ιστορία του Κάιν με τον Άβελ λέει πως ακόμα και τότε η βία μπορεί να κάνει την εμφάνισή της, διότι κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τα ασίγαστα πάθη του ανθρώπου. Άλλο όμως οι μεμονωμένες περιπτώσεις και άλλο η καθημερινότητα της ανασφάλειας και των συνεχών κρουσμάτων βίας. Το κακό όμως δεν είναι αυτό. Είναι ότι όσο και να προσπαθήσει κανείς δεν μπορεί να δει κάποια αχτίδα ελπίδας για το μέλλον. Κοιτάζεις γύρω σου και αντικρίζεις πρόσωπα σκληρά, μαζεμένα, κλειστά, χωρίς χαμόγελο, χωρίς διάθεση για κουβέντα. Κι όταν πιάνεις τελικά την κουβέντα, πριν καλά – καλά το καταλάβεις, σε καταλαμβάνει μια μιζέρια, ένα παράπονο, ένας φόβος για το αύριο. Ακόμα και τα παιδιά μας, οι έφηβοι, ακόμα κι αυτοί σα γερασμένοι μιλούν, με κάποια δόση κυνισμού στην κουβέντα τους, χωρίς τα όνειρα ή τις ελπίδες που θα έπρεπε να έχουν υπό συνθήκες κανονικές. Ως και η γλώσσα μας έφτασε να προσαρμόζεται στις συνθήκες της βίας. Λέξεις κοφτές, σύντομες, αμφίσημες (τις πιο πολλές φορές) για να μη μπορεί ο άλλος να σε παρεξηγήσει («πώς σου φάνηκε;» – «κουλό!» κι εννοείς πολύ καλό ή και άχρηστο, ανάλογα με το συνομιλητή σου). Και ξαφνικά όλα γύρω σου γίνονται «κουλά», ανάπηρα, χωρίς πληρότητα, πράγματα των άκρων χωρίς τα άνω άκρα, ώστε να μπορούν να συγκρατηθούν, με αποτέλεσμα την κατρακύλα σε ένα βάραθρο ασυνεννοησίας, βίας, εμπάθειας, τρομοκρατίας από όλους προς όλους.

Αν λοιπόν κάποιος θα ήθελε να κατηγορήσει (και η ιστορία κάποτε είμαι βέβαιος πως θα το κάνει) όλους εκείνους που μας έφτασαν ως εδώ, ας προσθέσει στο κατηγορητήριο τούτο δω. Την κραυγή που μας απευθύνουν οι νέοι μας, κάθε φορά που καταδέχονται ή αντέχουν να μας απευθύνουν το λόγο: «Μας στερήσατε τη χαρά και την ελπίδα! Και μας μετατρέψατε σε όργανα της βίας και της μισαλλοδοξίας». «Κάνατε την εποχή μας άλλη μία εποχή των άκρων, μας κλέψατε τη νιότη μας, την κάνατε νιότη χωρίς τραγούδια, μας κάνατε σαν τα μούτρα σας και χειρότερα, εμάς που θα ‘πρεπε να είμαστε η χαρά σας κι η ελπίδα σας!»

Απαντήσεις σ’ αυτήν την κραυγή, για να μπορέσουμε να φτιάξουμε αναχώματα για τη βία που διαρκώς εξαπλώνεται, μπορεί να δώσει μόνο το άγγελμα της ελπίδας που έρχεται σε λίγες μέρες με τη Γέννηση του Θεανθρώπου και το μήνυμά του «Αγαπάτε Αλλήλους»! Ας φροντίσουμε να το κάνουμε πράξη.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους και όλες!