Skip to content

Η Ευγενία Φακίνου γεννήθηκε το 1945 στην Αλεξάνδρεια. Μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε γραφικές τέχνες και ξεναγός. Εργάστηκε για μερικά χρόνια σε περιοδικά ως γραφίστρια. Το 1976 δημιούργησε το κουκλοθέατρο «Ντενεκεδούπολη». Έχει γράψει και έχει εικονογραφήσει πολλά παιδικά βιβλία. Το 1982 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, Αστραδενή. Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα γερμανικά, ισπανικά, αγγλικά, ρωσικά, ουγγρικά, δανέζικα, γαλλικά, ολλανδικά, ιταλικά, σερβικά, τουρκικά και βουλγαρικά. Το 2005 τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου – Σκάι 100,3) για το μυθιστόρημά της Η μέθοδος της Ορλεάνης και το 2008 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων Φιλοδοξίες κήπου. Η πρόσφατη επανέκδοση του μυθιστορήματός της Έρως, θέρος, πόλεμος, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Γιατί επανεκδίδονται ορισμένα παλιά μυθιστορήματα;

Προφανώς, για να τα εκδίδουν οι εκδότες θα έχουν στοιχεία ότι οι επανεκδόσεις αφορούν σ’ ένα νέο κοινό, που δεν είχε διαβάσει το βιβλίο την εποχή που εκδόθηκε.

Με το Έρως, θέρος, πόλεμος ανοίγετε μια σελίδα γραφής για τη μητέρα σας, Μαρία, που είναι και η ηρωίδα του μυθιστορήματος. Ποιος ήταν ο σκοπός της συγγραφής αυτού του βιβλίου;

Θεωρούσα ότι η Μαρία ήταν ένα κατεξοχήν μυθιστορηματικό πρόσωπο και θα έγραφα γι’ αυτήν ακόμα κι αν δεν ήταν μητέρα μου. Μέσα από τη ζωή της περνούν ιστορικές στιγμές της νεότερης ιστορίας του τόπου κι ήθελα ν’ αναδείξω –μέσα από τις περιπέτειες της Μαρίας– αυτές τις στιγμές, που δεν καθόρισαν μόνο τη ζωή των ανθρώπων, αλλά και τον τόπο.

Η ζωή της ήταν γεμάτη περιπέτειες και ανατροπές, όπως και των περισσότερων ανθρώπων της γενιάς της, που έζησαν τον Μεγάλο Πόλεμο. Από πού αντλούσαν δύναμη για να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους;

Νομίζω ότι τα νιάτα τους τους έδιναν δύναμη. Πέρασαν οι περισσότεροι δύσκολες καταστάσεις, επειδή όμως ήταν όλοι μέσα σ’ αυτές, ο καθένας λιγότερο ή περισσότερο, έπαιρναν δύναμη ο ένας απ’ τον άλλον.

Υπήρξαν χιλιάδες Δωδεκανήσιοι που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους εξαιτίας της ιταλικής κατοχής και της ανέχειας και πήγαν στην Αίγυπτο για μια καλύτερη ζωή. Γιατί επέλεξαν την Αίγυπτο;

Στην Αίγυπτο, από την εποχή του ανοίγματος της διώρυγας του Σουέζ, το 1869, πολλοί Δωδεκανήσιοι μετανάστευσαν αναζητώντας εργασία. Κυρίως εγκαταστάθηκαν στο Πορτ Σάιντ ή στο Πορτ Τεουφίκ ή την Ισμαηλία. Πολλοί Δωδεκανήσιοι άλλωστε συμμετείχαν και στην κατασκευή της διώρυγας. Έκαναν συνοικίες αναλόγως του τόπου καταγωγής τους, Κασσιώτες, Συμιακοί κ.λπ. Και προσπαθούσαν να κρατήσουν τα ήθη και τα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

Η Μαρία το μόνο που επεδίωκε ήταν να σπουδάσει, όπως της είχε υποσχεθεί η θεία της. Πραγματοποιήθηκαν αυτές οι υποσχέσεις;

Οι υποσχέσεις έμειναν υποσχέσεις. Όταν έφτασε η Μαρία, πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι την ήθελαν για δουλάκι και μάλιστα της πήραν το διαβατήριο για να μην μπορέσει να το σκάσει. Το ανέχθηκε μερικά χρόνια και, όταν έφτασε στην εφηβεία, γνώρισε μια Γαλλίδα μαμή που την πήρε υπό την προστασία της, την εκπαίδευσε ως νοσοκόμα και της έδωσε τον αέρα και την ανεξαρτησία που τόσο ήθελε. Η μητέρα μου είχε τη φωτογραφία της Γαλλίδας σε περίοπτη θέση στο σπίτι μας και μιλούσε γι’ αυτή με αγάπη και ευγνωμοσύνη.

Συνήθως οι συγγραφείς είναι εσωστρεφείς, ευαίσθητα άτομα στην κριτική, παρ’ όλα αυτά παίρνουν το ρίσκο να εκτεθούν δημόσια.

evgenia fakinou 061224

Γιατί ο ελληνισμός της Σμύρνης και της Αιγύπτου εξακολουθεί να έχει γοητεία, έτσι ώστε πολλοί συγγραφείς να συνεχίζουν να γράφουν βιβλία με αντίστοιχα θέματα;

Συνήθως γράφουν όσοι συγγραφείς έχουν γεννηθεί στην Αίγυπτο κι έχουν αναμνήσεις από εκεί ή έχουν προγόνους από τη Σμύρνη και κουβαλούν ένα «τραύμα». Εγώ γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια, αλλά ήρθα βρέφος στην Ελλάδα. Η μητέρα μου μιλούσε συχνά με αγάπη για όσα έζησε εκεί, κι αυτό μου προκαλούσε περιέργεια για το πόσο διαφορετικός ήταν εκείνος ο κόσμος, εκείνη την εποχή. Σε μένα η Αίγυπτος ήρθε μέσα από τις μυρωδιές και τα κεράσματα, που μας έστελναν τακτικά όσες φίλες της είχαν παραμείνει εκεί.

Ένας συγγραφέας δεν φοβάται αν κάποιο βιβλίο του δεν συναντήσει την αποδοχή του κοινού;

Είναι ο μόνιμος φόβος αυτός. Από την άλλη, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, θέλει να το μοιραστεί με τους αναγνώστες. Συνήθως οι συγγραφείς είναι εσωστρεφείς, ευαίσθητα άτομα στην κριτική, παρ’ όλα αυτά παίρνουν το ρίσκο να εκτεθούν δημόσια.

Μέσα από το βιβλίο σας περνά και η μορφή του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ποιες είναι οι προσωπικές ενθυμήσεις, δεδομένου ότι ήταν οικογενειακός σας γιατρός;

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, που γνώρισα προσωπικά, ήταν ένας ευαίσθητος, τρυφερός και πολύ δοτικός και προσιτός άνθρωπος. Κάναμε πολλές συζητήσεις στην εφηβεία μου γύρω από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, αλλά ουδέποτε θυμάμαι να είχαν έναν χαρακτήρα κατήχησης. Περισσότερο απαντούσε στις δικές μου ανησυχίες κι ερωτήματα. Η οικογένειά μου τον θυμάται μ’ ευγνωμοσύνη.

Πώς καταφέρνει ο συγγραφέας, πέρα από την καθημερινή του ενασχόληση, να είναι δημιουργικός και παραγωγικός;

Όταν άρχισα να γράφω, ήμουν μητέρα δύο μικρών παιδιών. Έπρεπε να έχω ένα αυστηρό πρόγραμμα, για να καταφέρνω να είμαι ταυτοχρόνως καλή μάνα και να βρίσκω χρόνο για γράψιμο. Συνήθως έγραφα μόλις έφευγαν τα παιδιά για το σχολείο. Αλλά και αργότερα, όταν μεγάλωσαν και ζούσαν στα δικά τους σπίτια, πάλι είχα αυστηρό πρόγραμμα. Ξυπνούσα μόνη μου, χωρίς ξυπνητήρι, στις 2 με 3 τη νύχτα, έτοιμη να συνδεθώ με τις προηγούμενες σελίδες. Σταματούσα το πρωί, όταν άρχιζαν οι οικιακές υποχρεώσεις.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας έκανε εντύπωση;

Διαβάζω το τελευταίο βιβλίο της Τζένι Έρπενμπεκ, Καιρός, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη [μτφρ. Αλέξανδρου Κυπριώτη]. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο είναι η ερωτική σχέση μιας φοιτήτριας προς έναν μεγαλύτερό της συγγραφέα, στο Βερολίνο του 1986. Μέσα απ’ αυτό το χαλαρό πλαίσιο περνάει όμως όλο το πολιτικό τοπίο της εποχής και των αλλαγών που έρχονται. Θαυμάζω τη γλαφυρή και πάντα διεισδυτική ματιά που έχει η γραφή της Έρπενμπεκ.

Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ.Ιντζέμπελη