Κάθε 5 Οκτωβρίου τιμάται (τουλάχιστον στις πολιτισμένες χώρες) η παγκόσμια ημέρα του εκπαιδευτικού. Δεν θα αναλωθώ, εδώ, σε έρευνες για το κατά πόσον ο ρόλος του εκπαιδευτικού στη χώρα μας έχει την αναγνώριση που του αξίζει, ποια είναι η αντιμετώπισή του από την κοινωνία και πώς τον βλέπει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία και δη του Υπουργείου Παιδείας. Το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί είναι ο μόνος, ίσως, κλάδος (μαζί με τους υγειονομικούς) όπου όλοι οι εργαζόμενοι είναι πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών οι οποίοι έχουν διοριστεί με παντελώς αξιοκρατικές διαδικασίες, αλλά αμείβονται αρκετά χαμηλότερα από πολλούς άλλους κλάδους εργαζομένων, δείχνει πόσο η πολιτική ηγεσία και η κοινωνία (εκ)τιμούν την δημόσια εκπαίδευση. Γι’ αυτό δεν θα προσπαθήσω να αλλάξω μια ήδη διαμορφωμένη γνώμη. Θα προσθέσω, μόνο, σε όλα τα προηγούμενα και δύο παραμέτρους που, κατά την άποψή μου, καθιστούν αναγκαιότερη από ποτέ άλλοτε τόσο την αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού, όσο και τη συνολικότερη επανεξέταση της λειτουργίας του συστήματος εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Η πρώτη παράμετρος είναι η εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι μαθητές για το σχολείο. Αντιγράφω από ανακοίνωση συντονιστικού οργάνου μαθητών (υποθέτω ότι υφίσταται και εκπροσωπεί μαθητές) της Αθήνας, όπως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα alfavita.gr: «Όλες οι κυβερνήσεις έχουν φτιάξει ένα σχολείο εξεταστικό κέντρο, βαρετό και αγχωτικό που μαθαίνουμε μόνο SOS για τις εξετάσεις!». Αυτά τα λόγια αντικατοπτρίζουν τη λογική του μέσου μαθητή, αλλά και μάλλον και του κοινωνικού, συνόλου για το ρόλο του σχολείου. Παρόλα αυτά δεν είναι απολύτως ακριβή, καθώς τα σχολεία παροτρύνονται να αναπτύσσουν κοινωνικές δράσεις και δραστηριότητες, να επιδιώκουν το «άνοιγμα στην κοινωνία», να προσπαθούν να αναπτύσσουν νέες διδακτικές μεθόδους. Διαθέτουν, μάλιστα, σύγχρονους διαδραστικούς πίνακες που μπορούν να καταστήσουν την εκπαιδευτική διαδικασία κάθε άλλο παρά βαρετή! Τότε τι είναι αυτό που διαμορφώνει αυτή τη βαρεμάρα και την αντίληψη των μαθητών για το σχολείο; Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως, όσο κι αν επιδιώκουν τα σχολεία να ακολουθήσουν τις υποδείξεις που αναφέραμε πιο πάνω (και οι οποίες υπάρχουν αναρτημένες στις οδηγίες του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για τις δράσεις στο πλαίσιο της αυτοαξιολόγησης των σχολείων), το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παραμένει αγχώδες και εξεταστικό κεντρικό δίνοντας έμφαση στη στείρα απομνημόνευση, καθώς, παρόλες τις όποιες καινοτομίες στη διδακτική πράξη, στο τέλος η εξέταση γίνεται με παλαιολιθικού τύπου μοντέλα που εξετάζουν περισσότερο την κεκτημένη γνώση. Αυτό ισχύει και για τα μαθήματα που εξετάζονται με Τράπεζα Θεμάτων, και για τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μαθητές/τριες που έρχονται στο σχολείο από το φόβο μήπως δεν περάσουν την τάξη από απουσίες, το βαριούνται και εκτιμούν πως δεν έχει να τους προσφέρει τίποτα, κάτι το οποίο θεωρώ πως είναι απόλυτα λάθος.
Η δεύτερη παράμετρος είναι η όλο και μεγαλύτερη εισβολή της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) στην εκπαίδευση. Κι αυτό διότι, όπως επισημαίνει στην ιστοσελίδα news247 η κα Λούση Αβρααμίδου, διευθύντρια του Κέντρου Μάθησης και Διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο του Groningen της Ολλανδίας, «η εκθετική αύξηση της χρήσης εργαλείων ΤΝ σε ολοένα και περισσότερους τομείς της ζωής μας και ειδικότερα στην εκπαίδευση έχει αποκτήσει αποικιοκρατικά χαρακτηριστικά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, ανακυκλώνοντας προκαταλήψεις, διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και επιβαρύνοντας το περιβάλλον». Για την κα Αβραμίδου «η εκπαίδευση πρέπει να είναι δημόσιο και κοινό αγαθό και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να διαμορφώνεται από τη βιομηχανία της ΤΝ, τα εταιρικά συμφέροντα ή τα καπιταλιστικά πλαίσια» και «αντί να αποτελεί πεδίο δημιουργικότητας και ενδυνάμωσης, μπορεί να εξελιχθεί σε μια δυστοπική παιδική χαρά, όπου η ΤΝ διαμορφώνει παιδιά “ζόμπι” χωρίς κριτική σκέψη». Για την καταξιωμένη επιστήμονα, «η επόμενη μεγάλη πρόκληση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η εκπαίδευση είναι μια παγκόσμια κρίση ψυχικής υγείας των νέων, αποτέλεσμα κακής σωματικής υγείας, κλιματικού άγχους και υστερίας γύρω από την ΤΝ». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα δεν είναι καθόλου απίθανο να ακούσουμε σε λίγα χρόνια ότι οι εκπαιδευτικοί δεν μας είναι απαραίτητοι, διότι τις γνώσεις που πρέπει να μαθαίνουν στα παιδιά μας μπορεί να τους τις προσφέρει καλύτερα, ταχύτερα και χωρίς βαρεμάρα μια μηχανή!
Εδώ, πια, έγκειται η μεγάλη πρόκληση, κυρίως για την πολιτική ηγεσία, αλλά και για την κοινωνία μας. Διότι, όπως τονίζει και η κα Αβραμίδου, «η ευθύνη ανήκει πρωτίστως στα υπουργεία Παιδείας, τα οποία πρέπει να αναπτύξουν οράματα για την εκπαίδευση του μέλλοντος και, πιο συγκεκριμένα, να επαναπροσδιορίσουν την εκπαίδευση για ένα πιο ελπιδοφόρο, δίκαιο και βιώσιμο μέλλον». Τα οράματα αυτά θα πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνουν την αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού, ώστε αυτός να μην περιορίζεται μόνο στο ρόλο του «διεκπεραιωτή ύλης». Πολύ περισσότερο θα πρέπει να επικεντρωθούν σ’ αυτό που πραγματικά αποτελεί κύριο έργο του δασκάλου, τη συμβολή στην πνευματική και ψυχικά συγκρότηση των νέων. Διότι, όπως γράφει ο μεγάλος Ι. Θ. Κακριδής: «Στο πρώτο πρόχειρο κοίταγμα η σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μαθητή φαίνεται πολύ απλή. Ο πρώτος δίνει γνώσεις και ο δεύτερος δέχεται γνώσεις. Και όμως το πράγμα δε σταματάει εδώ. Το κάτω-κάτω, αν ήταν μόνο γνώσεις να μεταδίδουμε, ο καθηγητής θα μπορούσε πολύ ωραία ν’ αντικατασταθεί από τα βιβλία, που τα διαβάζει κανείς με πιο άνεση στο σπίτι του. Εκείνο που περιμένει ο μαθητής – ας είναι και ανεπίγνωστα – είναι κάτι πολύ πιο πλατύ και πολύ πιο βαθύ από το να πλουτίσει το μυαλό του με ορισμένα γνωστικά στοιχεία. Αν είναι ο δάσκαλος να επιδράσει σωστά πάνω του, θα επιδράσει πολύ καθολικότερα. Γι’ αυτό παίρνει τόση σημασία η προφορική διδασκαλία, γι’ αυτό πρέπει ο δάσκαλος να είναι αληθινά μια προσωπικότητα». Στην εποχή μας τείνουμε να μετατρέπουμε τους εκπαιδευτικούς σε είδος προς εξαφάνιση. Ας μην επιτρέψουμε να συνεχιστεί αυτό.
Δείτε εδώ κείμενα του κ.Κωσταβασίλη