Skip to content

Η συμπλήρωση φέτος 200 χρόνων από την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης του 1821 (ασχέτως αν η επίσημη ημέρα έναρξης δε συμπίπτει ιστορικά με την αντίστοιχη πραγματική) έχει γίνει αφορμή για πολλές και ποικίλες εορταστικές εκδηλώσεις, αμέτρητους προβληματισμούς, επιστημονικές αναλύσεις, τοποθετήσεις και ανατοποθετήσεις επί των ιστορικών γεγονότων, θεωρήσεις και αναθεωρήσεις απόψεων. Κάθε ιστορικό γεγονός, άλλωστε, προκαλεί παρόμοιες αντιδράσεις, ιδιαίτερα όταν δικαιώνεται από την ιστορία στο πέρασμα των χρόνων, και η επανάσταση των Ελλήνων το 1821 ήταν ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός που αποτέλεσε σηματοδότη για πολλές άλλες (στενότερες ή ευρύτερες εξελίξεις στο εγγύς αλλά και το απώτερο μέλλον). Δεν θα επιχειρήσω, εδώ, να αναλύσω τα πώς και τα γιατί της επανάστασης ούτε να παρουσιάσω τα βασικά της γεγονότα. Αυτό θα μπορούσε να γίνει στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αφιερώματος, όπου θα μπορούσαμε να δούμε και το ρόλο της περιοχής μας στις εξελίξεις της επανάστασης (σχετικά μπορεί να δει κανείς στο Δ. Φ. Καρατζένη, Η Άρτα εις την επανάστασιν του 1821), με την πολιορκία της Άρτας, τις μάχες στο Κομπότι, στο Πέτα, στο Σταυρό Θεοδωριάνων, στην Κορωνησία και ξανά στο Πέτα, να έχουν καίρια σημασία σε ποικίλους τομείς της, από τη διπλωματική απήχηση στην Ευρώπη (με τη θυσία των φιλελλήνων στο Πέτα), μέχρι τη διασφάλιση των συνόρων (με τη διατήρηση της Βόνιτσας και της Αμφιλοχίας μετά τη μάχη στην Κορωνησία). Δεν θα μπω ούτε σε αναλύσεις σχετικά με τις μεγάλες αντιπαραθέσεις μεταξύ ιστορίας και θρύλου (σχετικά με το ρόλο της εκκλησίας, την τύχη των πρωταγωνιστών της Φιλικής Εταιρείας, το ρόλο των κοτζαμπάσηδων, τους εμφυλίους πολέμους, την αναγκαιότητα ή όχι των δανείων του αγώνα, την εξάρτηση από τις ξένες δυνάμεις κ.ο.κ.). Θα προσπαθήσω, μόνο, να δώσω τη δική μου άποψη σχετικά με το ίδιο το γεγονός της επανάστασης, την επίδρασή του στη συνέχεια και την πορεία του δημιουργήματός του, δηλ. του ελληνικού κράτους στα διακόσια χρόνια που μεσολάβησαν από το 1821 μέχρι σήμερα.

Καταρχάς θα πρέπει να τονίσουμε ότι η επανάσταση έγινε το 1821 διότι τότε οι συνθήκες επέτρεψαν την εκδήλωσή της. Πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αναβληθεί για αργότερα, όταν οι Έλληνες θα ήταν πιο ώριμοι (όπως συμβούλευαν κάποιοι, ίσως όχι άδικα). Ήταν επίσης αδύνατον να γίνει νωρίτερα, όπως είχε επιχειρηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν (συχνά με ξένη υποκίνηση), με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις το κίνημα του Διονυσίου του Φιλόσοφου (ή Σκυλόσοφου όπως των αποκαλούσαν οι Τούρκοι) το 1611, τα ορλωφικά το 1770-1771, το κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη το 1792. Όλα αυτά τα αποτυχημένα κινήματα αποτέλεσαν τη βάση στην οποία στηρίχθηκαν οι εμπνευστές της επανάστασης του 1821, δεν έγιναν όμως κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε να αποτελέσουν τη βάση μιας απελευθερωτικής επανάστασης μεγάλης κλίμακας, όπως εξελίχθηκε αυτή του 1821. Για να συμβεί αυτό χρειάστηκε να αισθανθούν οι Έλληνες το συναίσθημα της υπεροχής έναντι των Οθωμανών, μια υπεροχή που βασιζόταν στη συσσώρευση πλούτου από το διαμετακομιστικό εμπόριο αλλά και στην ανάπτυξη της παιδείας ως αποτέλεσμα του νεοελληνικού διαφωτισμού. Ο πλούτος ήταν απαραίτητος για τη χρηματοδότηση της επανάστασης, η παιδεία ήταν απαραίτητη για την ιδεολογική στήριξη και την προβολή της στο εξωτερικό, κάτι απαραίτητο για την επιβίωσή της. Ας μην ξεχνάμε ότι, ανεξάρτητα από το πώς τη βίωνε ο μέσος Έλληνας, για τους ξένους της εποχής η επανάσταση του 1821 ήταν απλώς ένα αποσχιστικό κίνημα μιας μικρής επαρχίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από μια μερίδα Οθωμανών υπηκόων που είχαν δυσαρεστηθεί από τη διακυβέρνηση του σουλτάνου. Ο νεοελληνικός διαφωτισμός (που εκφράστηκε μέσα από λαμπρά σχολεία όπως η σχολή Μηλεών Πηλίου, η σχολή Μανωλάκη στην Άρτα, η σχολή Γκιόνμα στα Ιωάννινα κ.λπ.) πρόσφερε ένα ιδεολογικό και διπλωματικό οπλοστάσιο στους επαναστατημένους Έλληνες, ώστε να αποτρέψουν τη στρατιωτική ενίσχυση των Οθωμανών από τους Δυτικούς αρχικά, και να επιτύχουν την αναγνώρισή τους ως εμπόλεμο έθνος στη συνέχεια (θα ήταν, ίσως, καλή ιδέα να τιμηθεί ο λαός της Αϊτής, καθόσον η χώρα αυτή ήταν η πρώτη που μας αναγνώρισε ως έθνος σε εμπόλεμη κατάσταση).

Από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η Επανάσταση, ξεπέρασε τόσο τις προσδοκίες των εμπνευστών της, όσο και τους ίδιους του πρωταγωνιστές της. Ενδεικτικό του πόσο ταιριαστή ήταν η στιγμή εκδήλωσής της, αποτελεί το γεγονός ότι δεν στάθηκε ικανό να ανακοπεί η ορμή της επανάστασης ούτε κι όταν όλα έδειχναν ότι κινούνται εναντίον της (εμφύλιοι μεταξύ των επαναστατών τη στιγμή που οι Οθωμανοί συμμαχούσαν με τους Αιγύπτιους, κακοδιαχείριση των οικονομικών του αγώνα, ήττες σε σπουδαία μέτωπα, απώλεια ικανότατων στρατιωτικών, δολοφονία Καποδίστρια). Τα δάνεια που οδήγησαν στην εξάρτηση από τους ξένους (η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα), αποτέλεσαν ταυτόχρονα και το βασικό «όπλο» ώστε οι ξένοι να ενισχύσουν τελικά την επανάσταση μέχρι την τελική νίκη (ας μην ξεχνάμε ότι η καθοριστικότατη ναυμαχία του Ναβαρίνου μεταξύ ξένων στόλων διεξήχθη). Τελικά, ακόμα κι αν αποφασίστηκε για μας χωρίς εμάς, η ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους αποτελεί μια ουσιαστική νίκη και μια πρωτιά των Ελλήνων (πρώτο ανεξάρτητο κράτος της Βαλκανικής, πρώτο κράτος δυτικοευρωπαϊκού τύπου, πρώτο κράτος που επίσημα δεν αναγνωρίζει τη δουλεία).

Η πορεία της Ελλάδας στα 200 χρόνια ελευθερίας της, είναι γεμάτη σκαμπανεβάσματα, πράγμα που ταιριάζει, κατά τη γνώμη μου, με την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Δεν μας παίρνει ο χώρος, εδώ, για μια πιο αναλυτική παρουσίαση (ενδεικτικά προτείνω τα βιβλία των Γ. Δερτιλή, Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις, και Σ. Καλύβα, Καταστροφές και θριάμβοι), αλλά θα πρέπει να τονίσουμε πως, από τη στιγμή που οι επαναστάτες ξεκινούσαν από μια ανατολίτικης νοοτροπίας παράδοση αιώνων (όχι μόνο τα 400 χρόνια κάτω από τους Οθωμανούς, αλλά και αρκετοί αιώνες βυζαντινής κυριαρχίας), με στόχο μια δυτικότροπης αντίληψης εγκαθίδρυση κράτους (το όραμα του Ρήγα για βαλκανική δημοκρατία μετατράπηκε σταδιακά σε αίτημα ανεξαρτησίας των Ελλήνων), ήταν φυσικό κι επόμενο να υπάρχουν αμφιταλαντεύσεις, αδυναμίες, προβλήματα κ.λπ. Η οικονομική μας εξάρτηση δεν βοήθησε σε όλη αυτή την πορεία, αλλά πρόσφερε τις βάσεις για πρόοδο, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Στο τέλος των 200 ετών από την επανάσταση, 190 από την ανεξαρτησία, 110 από την ενσωμάτωση της Μακεδονίας, Θράκης, νήσων Αιγαίου, Κρήτης και 75 από την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, ας εμπνευστούμε από τη βούληση των προγόνων μας να επιχειρήσουν κάτι που ίσως τους ξεπερνούσε και του οποίου τις επιπτώσεις κι αυτοί οι ίδιοι αδυνατούσαν να προβλέψουν κι ας κάνουμε κι εμείς τη δική μας αρχή!

Γράφει ο Κώστας Κωσταβασίλης