Με την είσοδο του Απριλίου, δεν ξέρω πόσοι από εμάς (κυρίως όσοι έχουμε περάσει πια τα πρώτα «-ήντα») φέρνουμε στο μυαλό μας την Πρωταπριλιά, ως μέρα όπου είχε την τιμητική του το ψέμα. Όλοι σχεδόν προσπαθούσαν να ξεγελάσουν ο ένας τον άλλο με κάποιο αθώο ψεματάκι, εφημερίδες και τηλεοπτικές ειδήσεις δημοσίευαν προφανώς παρατραβηγμένες ειδήσεις οι οποίες δεν γίνονταν πιστευτές από κανέναν, μόνο και μόνο για να τιμήσουν την ημέρα. Υπήρχε μια γενικότερη ευτράπελα γελοιοποιημένη αντιμετώπιση του ψέματος, με τέτοιο τρόπο που ξεχνούσε κανείς τη ζημιά που (κατά βάση, διότι υπάρχουν και τα λεγόμενα «κατά συνθήκην» ψεύδη) μπορεί να κάνει η ψευδολογία στη ζωή μας. Γιατί άραγε υπάρχει αυτή η αντιμετώπιση;
Γράφει σε σχετικό άρθρο του (karpetshow.gr) ο γνωστός δημοσιογράφος, Αντώνης Καρπετόπουλος: «Στην Ελλάδα δεν ξέρω από πότε άρχισε να υπάρχει το έθιμο, αλλά το ψέμα το κουβαλάμε στην επικοινωνιακή φαρέτρα μας. Είμαστε παραμυθάδες, αλλά και έτοιμοι να ρουφήξουμε κάθε είδους παραμύθι που μας κάνει να φαινόμαστε ατρόμητοι ή που δημιουργεί στο μυαλό μας πιθανότητες ότι θα λυθούν τα προβλήματα μας ως δια μαγείας. Μας αρέσει να δίνουμε στο ψέμα άλλα ονόματα για να παίζουμε κρυφτούλι από την χαρά μας να το διακινούμε. Το ψέμα έχουμε μάθει να το λέμε «ουτοπία», «αυταπάτη», «ιδεοληψία», «ιδεολογία», «θα σε αγαπάω για πάντα»: το σημαντικό για να το χρησιμοποιούμε με τα ψευδώνυμα του είναι πρώτοι εμείς να το έχουμε πιστέψει. Όταν αυτό συμβεί του δίνουμε μεγαλοπρέπεια μιλώντας για «παραμόρφωση της πραγματικότητας», «μυθοπλασία», «φαντασιακό υπόβαθρο». Όταν το αποκαλούμε «παραμύθι» ή «μαγεία» ή «παραίσθηση» το κάνουμε ν΄ ακούγεται γλυκό».
Δεν ξέρω πόσο δίκιο έχει ο έγκριτος δημοσιογράφος. Ίσως όλο αυτό το «παραμύθι» γύρω από το ψέμα να υφίσταται, ίσως πάλι να έχουμε συνηθίσει στην διαρκή και κατ’ εξακολούθηση ψευδολογία είτε υπό τη μορφή φημών και διαδόσεων, είτε υπό τη μορφή αμφισβήτησης της ίδιας της πραγματικότητας, που να μην μας κάνει πλέον αίσθηση. Για παράδειγμα, μπαζώνεται ο χώρος όπου συνέβη το δυστύχημα («έγκλημα» το αποκαλούν με υπογραφές τους περίπου 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι), σκοτώνονται σε περίεργα δυστυχήματα άνθρωποι κλειδιά, δεν καλούνται στην εξεταστική άλλοι άνθρωποι κομβικής σημασίας, δεν γίνεται καμία προσπάθεια να εντοπιστεί τι μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία, και ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης ισχυρίζεται ότι δεν γίνεται καμία προσπάθεια συγκάλυψης, παραβλέποντας το γεγονός ότι ψέματα μπορείς να πεις όχι μόνο αποκρύπτοντας την αλήθεια, αλλά και οδηγώντας τα πράγματα στο μονοπάτι που εσύ θέλεις, με μισές ή ανολοκλήρωτες πληροφορίες. Ζούμε, λοιπόν, σε μια εποχή δυναστείας του ψεύδους, όπου δύσκολα ξεχωρίζεις το ψέμα από την αλήθεια. Κι αυτό έρχεται από πολύ παλαιά. Σ’ ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Η Τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας», που εκδόθηκε το 1733, ο Τζον Άρμπυθνοτ (πιθανότατα ως άλτερ έγκο του φίλου του, γνωστού μυθιστοριογράφου Τζόναθαν Σουίφτ, του συγγραφέα των ταξιδιών του Γκιούλιβερ) λέει ειρωνευόμενος τους πολιτικούς της εποχής του ότι ο λαός «δεν έχει κανένα δικαίωμα στην πολιτική αλήθεια. Όπως ακριβώς δεν έχει δικαίωμα να κατέχει γη, εκτάσεις και πύργους, έτσι δεν δικαιούται να πληροφορείται την αλήθεια στο θέμα της διακυβέρνησης». Ζούμε μάλλον μια επιστροφή στην εποχή εκείνη. Οι τράπεζες αρπάζουν γη και κατοικίες, ο κόσμος ζει με πάσης φύσεως πας, και η αλήθεια δεν διακρίνεται πλέον εύκολα από το οποιοδήποτε ψέμα. Κι όμως, αυτά έχουν προβλεφθεί από καιρό.
Σε μια προφητική σκηνή από την ταινία «Ζητείται ψεύτης» (πρώτη προβολή 1961), ο βασικός πρωταγωνιστής, Θόδωρος Πάρλας ή Ψευτοθόδωρος (που τον υποδύεται ο Ντίνος Ηλιόπουλος) αναφέρεται στα κατορθώματά του ως προς την ψευδολογία. Στα μεγαλύτερα από αυτά κατατάσσει τις επιδόσεις του στη φανταστική αρθρογραφία ή και την περιγραφή ψευδών ειδήσεων για γεγονότα τα οποία είτε δεν συνέβησαν είτε δεν εκτυλίχθηκαν με τον τρόπο με τον οποίο εκείνος τα περιέγραφε. Φάνταζε εξαιρετικά περίεργο το φαινόμενο αυτό τότε, που και μόνη η περιγραφή του έβγαζε γέλιο. Στην εποχή μας, όμως, μάλλον θα εθεωρείτο κάτι το απολύτως φυσιολογικό, δεδομένου ότι έχουμε φτάσει στο σημείο σχεδόν τίποτε να μη διασταυρώνεται, αλλά και, όταν οι ειδήσεις διασταυρώνονται από μεγάλα κανάλια ή ανάλογα ειδησεογραφικά συγκροτήματα, να μη γίνονται πάντα πιστευτές εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Τύπος γενικότερα, αλλά και το σύνολο σχεδόν των ταγών της κοινωνίας μας θεωρείται αναξιόπιστο από την μεγάλη πλειοψηφία του λαού και αντιμετωπίζεται συλλήβδην ως υποταγμένο σε παντοία διαπλεκόμενα συμφέροντα. Είναι τέτοια η διάδοση ψευδών ειδήσεων (φέηκ νιούζ τις ονομάζουν στη σύγχρονη νεοελληνική), που ακόμα και το Υπουργείο Παιδείας, επί υπουργίας της κας Κεραμέως, στην επίσημη ιστοσελίδα του, εμφάνιζε υπερσύνδεσμο με τον τίτλο «Ψεύτικες ειδήσεις» ή αλλιώς «Φέηκ νιούζ» (Fake news).
Το κακό είναι ότι με τόσα ψέματα που κυκλοφορούν και με ακόμα περισσότερα να εμφανίζονται ως αλήθειες για την μη κατανόηση των οποίων δεν ευθύνονται αυτοί που τα αράδιασαν, αλλά εμείς που δεν τα ξεχωρίζουμε από τις αλήθειες, χάνει την ουσία του και το πιο «αθώο» ψεματάκι, με αποτέλεσμα να υποπτεύονται όλοι όλους και τελικά να μην εμπιστεύεται κανείς κανέναν, πολύ περισσότερο τις ανακοινώσεις για φέηκ νιούζ δεδομένου ότι θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το ψέμα δεν είναι αυτό που παρουσιάζεται ως τέτοιο, αλλά αυτή η προσπάθεια κάλυψης μιας αλήθειας που δεν θα είναι αρεστή στην πλειονότητα του κόσμου. Για να απαλλαγούμε από τη δυναστεία του ψεύδους χρειάζεται πρώτα και πάνω απ’ όλα καθαρός λόγος και ξεκάθαρες αλήθειες στην πολιτική, ώστε να αναπαραχθούν και στη δημοσιογραφία. Είναι έτοιμοι οι πολιτικοί μας να αποτολμήσουν κάτι τέτοιο; Δύσκολο μου φαίνεται….
Δείτε εδώ κείμενα του κ.Κωσταβασίλη.