Skip to content

Ο Γιάννης Πανούσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε στη Νομική Σχολή και στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πουατιέ της Γαλλίας, απ’ όπου αναγορεύθηκε διδάκτωρ το 1978. Από το 1978 έως το 1997 δίδαξε στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ) στον τομέα Εγκληματολογικών και Ποινικών Επιστημών. Επίσης δίδαξε, σε αντίστοιχους τομείς, στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1997 έως το 2012. Την περίοδο 1994-1997, εξελέγη κοσμήτορας της Νομικής ΔΠΘ, πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ και αντιπρύτανης του ΔΠΘ. Το 1997 εξελέγη πρύτανης του ΔΠΘ. Το συγγραφικό του έργο είναι εκτενές και ποικίλο. Από το 1975 έως σήμερα έχουν εκδοθεί επιστημονικά και θεωρητικά κείμενά του, κριτικά δοκίμια, ποιητικές συλλογές, καθώς επίσης λογοτεχνικά –εκ των οποίων κάποια αστυνομικά– έργα του. Έχει δημοσιεύσει περί τα τριακόσια άρθρα για τις εγκληματολογικές επιστήμες, καθώς και πληθώρα μελετών για την ποίηση και την αστυνομική λογοτεχνία. Η τελευταία του ποιητική συλλογή, Αθέατος χρονοποιός (εκδ. Σμίλη, 2024), μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;

Δεν θυμάμαι από ποια στιγμή άρχισα να διαβάζω λογοτεχνία. Μάλλον από το γυμνάσιο, γιατί πρέπει να είχα επηρεασθεί από μέλη της οικογένειάς μου που πίστευαν ότι «τα ιδεώδη του ανθρώπου» εγγράφονται στον λογοτεχνικό/ποιητικό λόγο. Μάλλον έχουν σήμερα διαψευστεί σε μεγάλο βαθμό.

Και η πρώτη σας επαφή με την ποίηση;

Ήμουνα καλός μαθητής τόσο στο 57ο Δημοτικό Σχολείο Κολωνού, όσο και στο Γυμνάσιο/Λύκειο του Λεοντείου Πατησίων και πολλοί φιλόλογοι καθηγητές μου (ανάμεσα σε άλλους, Δ. Σέττας, Μιχ. Κατσάνης) με παρότρυναν να γράφω εκθέσεις με περιγραφές προσώπων και χώρων. Εγώ βέβαια εκείνα τα χρόνια προτιμούσα να φτιάχνω στιχάκια συναισθηματικού περιεχομένου για τα γνωστά λευκώματα. Σε κάθε περίπτωση, στη Γ’ Λυκείου παρ’ ολίγον ν’ αποβληθώ γιατί διάβαζα «νέγρικη ποίηση».

Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;

Το πρώτο μου επίσημο/δημόσιο εγχείρημα συντελείται το 1975 με τη συλλογή Χώρος ευθύνης, την οποία εξέδωσα ενώ ήμουνα στρατευμένος, με την ενθάρρυνση των φίλων Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη και Κώστα Σοφιανού, «σειρές» στο Χαϊδάρι αλλά ήδη έγκριτων λογοτεχνών (μάλλον τώρα θα έχουν μετανιώσει για το «έγκλημά τους» να με χρίσουν ποιητή). Επειδή υπηρετούσα και όφειλα να ζητήσω άδεια κ.λπ., προτίμησα να την εκδώσω με το ψευδώνυμο Γιάννης Απαρθινός, το οποίο εμπνεύστηκα από τον όρο «απαρθινά» (τα ντόμπρα), που βρήκα μάλλον στον Ερωτόκριτο.

Και οι πρώτες δημοσιεύσεις;

Ακολούθησαν άλλες τρεις συλλογές με το ίδιο ψευδώνυμο (Αγρύπνια, 1977, Αμφίκυκλος χρόνος, 1979,Τηλεθάνατοι, 1985), που εκδόθηκαν όλες από τις Εκδόσεις Διογένης, του Κώστα Κουλουφάκου, λογοτέχνη γνωστού κι από την Επιθεώρηση Τέχνης. Μετά το 1985, επειδή ασχολήθηκα με τα ακαδημαϊκά μου καθήκοντα, έγραφα στίχους αλλά δεν δημοσίευα. Από το 2015, οπότε και αφυπηρέτησα από το Πανεπιστήμιο, εξέδωσα τις ποιητικές συλλογές: Μοιρόγραφτο, Ι. Σιδέρης, 2018, Οροθέσιον ή υπερόριον;, Ι. Σιδέρης, 2020, Το πλοίο δεν έπιασε λιμάνι, Γράφημα, 2022 και, την τελευταία, Αθέατος χρονοποιός, Σμίλη, 2024.

Στη Γ’ Λυκείου παρ’ ολίγον ν’ αποβληθώ γιατί διάβαζα «νέγρικη ποίηση».

Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η συλλογή Αθέατος χρονοποιός;

Ο Αθέατος χρονοποιός θέλω να πιστεύω ότι σηματοδοτεί το πέρασμα από τη νοσταλγία της αθώας μετεφηβείας και την ανατρεπτικότητα της ενηλικίωσης στην ωριμότητα, ως προς τον ρόλο μας στην όποια προσδοκώμενη αλλαγή του κόσμου. Δεν πρόκειται για βίαιη προσγείωση, ούτε για προσωπική ματαίωση, αλλά για συνειδητοποίηση των ορίων.

Στον πρόλογο του βιβλίου γράφετε ότι η ποίηση είναι στιγμή και αιωνιότητα ταυτόχρονα. Μπορείτε να αιτιολογήσετε τη θέση σας;

Δεν πιστεύω στις «ποιητικές εκ-ρήξεις της στιγμής», κάτι σαν βρασμό ψυχής του ποιητή, αλλά στην αποτύπωση των διαχρονικών υπαρξιακών αγωνιών του Ανθρώπου (κι όχι μόνον του συγκεκριμένου ποιητή). Νομίζω ότι αυτός είναι ο κύριος λόγος που οι κλασικοί ποιητές διαβάζονται σήμερα, 2.000 χρόνια μετά τη συγγραφή του έργου τους. Άλλο η φωτογραφία της στιγμής κι άλλο ο διαχρονικός πίνακας ζωγραφικής.

giannis panousis 02042025

Γράφετε: «Πάντοτε ήμουνα με το μέρος/ όσων πάλευαν εναντίον των ελάχιστων πιθανοτήτων/ επιβίωσης/ γι’ αυτό με συγκινούσε η τραγικότητα των κινήσεων/ των ηττημένων/ του άνεργου πατέρα…». Μπορεί το έργο των ποιητών να είναι παρεμβατικό για την κοινωνία;

Μολονότι ορισμένοι ταυτίζουν την ποίηση με την ελπίδα ή και με την ελευθερία, θέλω να πιστεύω ότι τα «θολά ποιήματα» των δια-νοητικών αμφισημιών, όσο πολυσήμαντα κι αν προβάλλονται, μάλλον ασήμαντα μηνύματα εμπεριέχουν. Το ίδιο ισχύει για τον «ενσωματωμένο ποιητή», που χρησιμοποιεί την τέχνη «ως μέσον» ή τον κριτικό που δεν συνδέει τα σημαίνοντα με τα σημαινόμενα του ποιητή. Αναρωτιέμαι μήπως τελικά η ποίηση διακρίνεται από αστοχία υλικού, με την έννοια ότι ασχολείται με τετριμμένα (συχνά αυτοβιογραφικά) θέματα που δεν συγκινούν πλέον τη συλλογική συνείδηση. Αντί δηλαδή να επιχειρήσουν οι ποιητές να οριοθετήσουν το χάος, φαίνεται να ματαιοπονούν θέλοντας να γίνουν βασιλιάδες χωρίς βασίλειο, αφού συνήθως εκπροσωπούν μία περίοδο κρίσης ή παρακμής του πολιτισμού (ή απλώς να συνιστούν προϊόντα μίας τεχνικής γραφής χωρίς ευρύτερες κοινωνικές ευαισθησίες). Αναρωτιέμαι αν υπάρχει σήμερα χώρος για μία αμιγή «ιδεολογία της ποίησης», που να την υπηρετούν (κατά τεκμήριον) «αθώοι-ποιητές», και η οποία να μην εργαλειοποιείται πολιτικά. Δεν είμαι υπέρμαχος κάποιας μορφής ποίησης «εν κενώ», αλλά δεν υποστηρίζω στίχους που υποτάσσονται σε κελεύσματα εξωλογοτεχνικά.

Λέτε: «Η ποίηση δεν χρειάζεται άνθη και αρώματα/ για να μοσχοβολά,/ της αρκεί να μην την ξεχνάει η άνοιξη/ Δεν της αρμόζουν στολίδια και φτιασίδια/ για να γοητεύει…». Η ποίηση είναι κυρίως μια μορφή έκφρασης του εσωτερικού συναισθηματικού κόσμου;

Ο λογοτέχνης «της δόξας των στίχων του», ανεξάρτητα από τα ευπώλητα αντίτυπα της αγοράς, της πνευματικότητας, μακράν από τον αισθητικό λαϊκισμό, της ποιητικής δημιουργίας, πέραν της «στρατευμένης παρέμβασης», της ηθικής στάσης ως «κάτοπτρου βίου» και της ανυποταγής σε σκοπιμότητες, αυτός είναι ο ποιητής που μπορεί να εμπνέει ακόμα και σε δύσκολους καιρούς, να οδηγεί σε μέθεξη ή και σε κάθαρση. Τα ποιήματα του τίποτα και οι ποιητές της παραφ(θ)οράς της προσωπολαγνείας, με στίχους δίχως υπαρξιακό βάθος, δεν γοητεύουν πλέον κανέναν. Η αισθητική της ποίησης ασκεί επιρροή στην ψυχή του αναγνώστη χωρίς υποχρεωτικά να παραπέμπει σε φιλοσοφικούς ανα-στοχασμούς, μόνον αν οι στίχοι διατηρούν την ηθική τους υπόσταση. Ο ποιητής ως «ικέτης περιπλανώμενος (όμηρος) των εσωτερικών του μονολόγων», ακόμα κι αν κρύβει μέσα του έναν στοχαστή (Lautréamont), οφείλει να υπερβαίνει το ονειρικό στοιχείο και να μη χάνεται στη μεταφυσική.

Διαβάζουν οι νέοι ποίηση;

Οι νέοι μπορεί να διαβάζουν ποίηση, όμως πιστεύω ότι στην πλειοψηφία τους δεν εμπνέονται. Δεν ξέρω αν σ’ αυτό ευθύνεται η στεγνή εποχή μας ή οι ποιητές, που άλλοι μηρυκάζουν τα ίδια και τα ίδια κι άλλοι υπεραπασχολούνται με τα «ευπώλητα».

Πολλοί νέοι γράφουν ποίηση. Το όνειρό τους είναι να εκδοθούν οι στίχοι τους. Παλαιότερα περίμεναν με αγωνία να αποκτήσει οντότητα η πρώτη τους ποιητική συλλογή, σήμερα ανεβάζουν τα ποιήματά τους στο διαδίκτυο. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να βοηθήσει την ποίηση;

Το διαδίκτυο δεν αποτελεί ένα εργαλείο του διαβόλου. Το θέμα είναι πώς το χρησιμοποιεί ένας πολιτισμός. Ως καταναλωτικό προϊόν fake news και gossip ή ως ένα συνεχές ανοικτό βιβλίο γνώσης (κι όχι μόνο πληροφοριών) και αγάπης στις τέχνες και τα γράμματα; Μην ψάχνουμε όμως συνεχώς για άλλους υπαίτιους, όταν οι Έλληνες σπάνια διαβάζουν ένα βιβλίο τον χρόνο.

Άραγε, η έκδοση ενός βιβλίου εξακολουθεί να είναι η ασφαλέστερη οδός;

Δεν είμαι βέβαιος ότι η «φυσική έκδοση» αρκεί για να διαχυθεί στο ευρύτερο κοινό η ποιητική του δημιουργού. Ίσως χρειάζεται ένας συνδυασμός τυπογραφίας, ηλεκτρονικών μέσων και προσωπικής επαφής – αρκεί η προσωπική επικοινωνία να μην καταλήγει σε «απομυθοποίηση» του ποιητή, ο οποίος δεν ήταν (ηθικά κι αισθητικά) αντ-άξιος του έργου του.

Δεν πιστεύω στις «ποιητικές εκ-ρήξεις της στιγμής».

Ποιοι ποιητές σάς επηρέασαν;

Από την αρχή, ίσως λόγω και των ιδεολογικοπολιτικών μου απόψεων, διάβαζα τους ποιητές της ήττας (κυρίως Μανόλη Αναγνωστάκη και Τίτο Πατρίκιο), με συνέπαιρνε η εγκεφαλικότητα των στίχων του Κωνσταντίνου Καβάφη, η αυθεντικότητα των ποιημάτων του Νίκου Καββαδία. Δεν με συγκινούσε η στρατευμένη, η ελεγειακή ή η σπλαχνική ποίηση. Από τη σύγχρονη γενιά πάντοτε μου άρεσαν ο Μιχάλης Γκανάς, ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Σταύρος Σταυρόπουλος, ο Αντώνης Μακρυδημήτρης, η Γιώγια Σιώκου, η Έλσα Κορνέτη, η Μαρία Σκουρολιάκου, ο Δημήτρης Πιστικός, ο Αργύρης Μαρνέρος, ο Σωτήρης Σαράκης, ο Νίκος Παπαδάκης, ο Γιάννης Μεταξάς κι από τους πολύ νεότερους ο Γιώργος Φραγκούλης, ο Κώστας Ταβουλτσίδης και ο Νίκος Ασπιώτης. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν διαβάζω άλλους ποιητές ή ότι τους αξιολογώ λιγότερο έγκριτους. Απλώς, ο καθείς με τις προτιμήσεις του. Από τους ξένους, και ως εγκληματολόγος, μου άρεσαν οι καταραμένοι ποιητές (Ρεμπό, Βερλέν, Μποντλέρ κ.λπ.), ο Μαγιακόφσκι και ο Μπολάνιο.

Ποιον ποιητή έχετε δίπλα στο μαξιλάρι σας;

Δίπλα στο μαξιλάρι μου δεν έχω –δυστυχώς– ποιήματα. Έχω το Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, τον Ξένο του Καμί, Το μηδέν και το άπειρον του Άρθουρ Κέσλερ και τη Φάρμα των ζώων του Όργουελ.

Ο αγαπημένος στίχος;

δεν θέλω να ζήσω ή να πεθάνω
ως υπηρέτης του εαυτού μου

Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ.Ιντζέμπελη