Skip to content

Ο Γεράσιμος Δενδρινός γεννήθηκε το 1955 στον Πειραιά και σπούδασε ελληνική φιλολογία. Έργα του: Ένα πακέτο Άρωμα (διηγήματα, Κέδρος, 1995), Απέραντες συνοικίες (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2001), Χαιρετίσματα από το νότο (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2003), Άλκης (μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2003), Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια (Κέδρος, 2006), Φραγή εισερχομένων κλήσεων (μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2006), Άβατοι Τόποι (ποιήματα, .poema.., 2015), Βήματα σε λιθόστρωτο (διηγήματα, Διάπλαση, 2018). Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το τελευταίο βιβλίο του, Απέραντες συνοικίες (Α’ τόμος, Υψικάμινος, 2024), μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Πώς προετοιμάζετε τη συγγραφή ενός βιβλίου;

Το ίδιο το θέμα σε καλεί να το αναπτύξεις για να μη γράφεις στα τυφλά. Το πλάνο της αφήγησης χωρίζεται πρόχειρα σε κεφάλαια. Αυτός όμως ο σχεδιασμός δεν τηρείται πάντα, γιατί, κατά την πορεία, αναφύονται περικοπές, συμπληρώσεις και διαγραφές, ώσπου κάποια μέρα αντικρίζεις το υλικό αγνώριστο και γεμάτο διορθώσεις, χώρια που, σε πολλές περιπτώσεις, απορρίπτεται συλλήβδην ολόκληρη η προσπάθεια.

Ποιο ήταν το κίνητρο για να γραφεί το μυθιστόρημα Απέραντες συνοικίες;

Το βιβλίο Απέραντες συνοικίες (Α’ τόμος), που εκδόθηκε από την Υψικάμινο, είναι ανατύπωση του παλιού μου βιβλίου, Χαιρετίσματα από το νότο, εκδ. Οδυσσέας, 1994, που πήγε τότε πολύ καλά στην αγορά, όπως και το πρώτο μου βιβλίο, το Ένα πακέτο Άρωμα, που ανατυπώθηκε από τον Κέδρο το 1995. Η πρόσφατη έκδοση της Υψικαμίνου περιλαμβάνει όλο το Χαιρετίσματα από το νότο μαζί με ένα μικρό μέρος από τη συνέχεια του βιβλίου αυτού, που φέρει τον τίτλο Απέραντες συνοικίες και εκδόθηκε από τον Κέδρο το 2001. Και τα δύο αυτά βιβλία αφορούν την ιστορία του παιδιού και εφήβου Μάκη, που ζει στη Μάνδρα της Αττικής και μετά στην Ελευσίνα την εξαετία 1968-1974.

Mαζί με την καλλιέργεια της γλώσσας παίζει τεράστιο ρόλο και η επινόηση, και αυτοί οι δύο παράγοντες ίσως να αποτελούν αυτό που ονομάζουμε ταλέντο.

Κατά πόσο τα βιώματα και οι εμπειρίες βοηθούν τον συγγραφέα να γράψει;

Αναμφίβολα βοηθούν πάρα πολύ και ιδίως τα ζοφερά συμβάντα της ζωής, που αποτελούν την κινητήριο δύναμη για στοχασμό μέσα στη μοναξιά, κι αυτή η ατμόσφαιρα της απομόνωσης, αν εκδηλωθεί νωρίς, ίσως να σε κάνει συγγραφέα. Δεν ενδιαφέρουν μόνο αποκλειστικά τα προσωπικά σου συμβάντα, αλλά και των άλλων, αν είσαι ικανός να τα αποτυπώσεις βαθιά στην ψυχή σου. Εδώ πρέπει να προσθέσω πως τα κείμενα που έχω γράψει από τη δεκαετία του ’60 και από τη σύγχρονη ζωή είναι καθαρές επινοήσεις, στις οποίες ελάχιστα ενσωματώνονται συμβάντα της πραγματικότητας. Κι αυτό γίνεται επειδή πιστεύω πως ο συγγραφέας πρέπει να επινοεί και όχι να αντιγράφει την πραγματικότητα, γιατί, μαζί με την καλλιέργεια της γλώσσας παίζει τεράστιο ρόλο και η επινόηση, και αυτοί οι δύο παράγοντες ίσως να αποτελούν αυτό που ονομάζουμε ταλέντο.

Δεν είναι δύσκολο να περιγράψουμε και να δούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού;

Αρκετά δύσκολο, και για μένα αυτό ήταν και το ζητούμενο σε όσα βιβλία ή κείμενα έγραψα για τη δεκαετία του ’60. Το να αφήσω να μιλήσει ένα παιδί, και μάλιστα χωρίς να έχει επηρεαστεί από την υποτυπώδη τότε τεχνολογία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης – φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι αυτό σήμερα, που το κινητό και το τάμπλετ έχουν γίνει προέκταση του χεριού των παιδιών, κάτι που το βλέπουμε παντού και σε μας τους ενηλίκους ακόμη. Μερικοί συγγραφείς, από αυτούς που εκδίδουν δύο βιβλία τον χρόνο επειδή τα γράφουν απευθείας στο λάπτοπ, θεώρησαν τα κείμενα αυτά απλοϊκά, αλλά δεν κατάλαβαν τον στόχο μου, ακόμα και το διάχυτο χιούμορ των κειμένων, που αντιμετωπίζεται με δυσπιστία από την ντόπια λογοτεχνία, λες και στη ζωή τα μόνα σπουδαία είναι τα σοβαρά και τα λυπητερά, που ίσως να προσφέρονται στους συγγραφείς για πόζα και επίδειξη… Ας προσθέσω εδώ πως όλα τα κείμενά μου τα έχω γράψει με το χέρι σε κόλες αναφοράς, και στη συνέχεια τα μεταφέρω σε ηλεκτρονική μορφή.

Ο Μάκης, που αργότερα γίνεται έφηβος, μεγαλώνει στην επταετία των συνταγματαρχών. Πώς ήταν τότε η καθημερινότητα;

Ως παιδιά δεν καταλαβαίναμε και πολλά – μόνο αργότερα, με το γεγονός του Πολυτεχνείου, μπήκαμε επιτέλους στο νόημα. Στην επταετία 1967-1974 υπήρχε υποτυπώδης έλεγχος στο σπίτι από τους ίδιους τους γονείς, αλλά και στο σχολείο (δεν έβλεπες τον κανιβαλισμό που υπάρχει σήμερα στα σχολεία από νταήδες γονείς και μαθητές), και ελάχιστα πολιτικά γεγονότα καταλαβαίναμε από όσα λέγονταν μέσα στην οικογένεια ή παρουσιάζονταν αλλοιωμένα στα δύο κανάλια της τηλεόρασης, την ΥΕΝΕΔ και την ΕΡΤ. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως η πολύτιμη μουσική της δεκαετίας του ’60 και αυτή του ’70, όπως και το ποδόσφαιρο, ήταν οι κύριοι άξονες των ενδιαφερόντων κάθε εφήβου της εποχής, που τον έκαναν ν’ αδιαφορεί εντελώς για τα πολιτικά γεγονότα.

Τόποι αφήγησης: Μάνδρα, Ελευσίνα, Χαϊδάρι, Αιγάλεω, Μεγάλο Πεύκο, Πειραιάς και Αθήνα. Τι έχει αλλάξει από τότε σε αυτές τις περιοχές;

Εκτός από την Ελευσίνα και το Μεγάλο Πεύκο, που διατηρούν πεισματικά κάποιο χρώμα της παλαιάς εποχής, οι υπόλοιποι δήμοι δυστυχώς μοιάζουν πολύ μεταξύ τους λόγω της ισοπεδωτικής οικιστικής ανάπτυξης, κάτι που συμβαίνει σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας με τα μεγαθήρια που υψώνονται κάθε τόσο, ώστε να μην ξεχωρίζουν μεταξύ τους.

Αν δεν κατακτήσει ο έφηβος τη συναισθηματική λειτουργία της γλώσσας, δεν μπορεί να γίνει έντιμος ενήλικας, χωρίς εγωισμό και επιθετικότητα.

gerasimos dendrinos 291024

Μέσα από τις σχέσεις αναπτύσσονται οι φιλίες. Η γιαγιά του αφηγητή, του Μάκη, κι ο Συμεών, ο μαρμαράς του νεκροταφείου της Ελευσίνας, αγαπιούνται και ζουν την ανισότητα. Πώς καταφέρνουν και ισορροπούν;

Ζουν την ανισότητα επειδή είναι δυο διαφορετικοί χαρακτήρες, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της δεκαετίας του ’60 ήταν χαρακτήρες, επειδή δεν είχαν αλλοτριωθεί από διαβάσματα και μιμήσεις τύπων της τηλεόρασης, όπως σήμερα. Η αγάπη της γιαγιάς και του Συμεών δεν είναι καθαρά συναισθηματική σχέση, αλλά σχέση συμφέροντος, βολέματος. Η γιαγιά είναι ισχυρός χαρακτήρας, οπαδός του βασιλιά Κωνσταντίνου Β’, ενώ ο Συμεών πιθανόν κρυφά δημοκρατικός, γι’ αυτό και δεν ισορροπούν.

Από πού αρχίζει η φαντασία και πού τελειώνει η πραγματικότητα;

Όπως είπα και πριν, φαντασία-επινόηση υπάρχει σε όλα τα βιβλία μου και ελάχιστα ρεαλιστικά στοιχεία ενσωματώνονται στην αφήγηση. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι υπερβολικές σκηνές. Η πραγματικότητα εξάλλου είναι γεμάτη από αυτές, και δεν χρειάζεται να υιοθετήσω κι εγώ τον υπερρεαλισμό, όπως κάνουν μερικοί συγγραφείς, για να θεωρηθούν μοντέρνοι.

Πολλοί σάς θεωρούν ως τον συγγραφέα που γνωρίζει καλά τις δυτικές συνοικίες. Ποια είναι η γνώμη σας;

Υπάρχουν κι άλλοι συγγραφείς που κατέγραψαν τη ζωή στις δυτικές συνοικίες, όχι μόνο εγώ. Ανέκαθεν είχα εμμονή με αυτούς τους τόπους. Δεν έζησα ποτέ στην Ελευσίνα ή στη Μάνδρα, αλλά έπρεπε να βρεθούν τόποι για να καταγραφεί η όποια αλήθεια μου.

Γράφετε εδώ και τρεις δεκαετίες. Είστε ικανοποιημένος από αυτή τη διαδρομή στα γράμματα;

Στην αρχή της διαδρομής, την περίοδο 1994-2006, θα έλεγα πως ήμουν. Δεν μιλάω για τα χρόνια 1990-1992, που είχα λεηλατηθεί ψυχικά από τις μάταιες περιπλανήσεις σε διάφορους εκδοτικούς οίκους. Στη συνέχεια, απέκτησα υποστηρικτές όπως οι οίκοι Οδυσσέας, Κέδρος και Μεταίχμιο, που εξέδωσαν κάποια απ’ τα βιβλία μου. Επειδή δεν είμαι επαγγελματίας συγγραφέας, σαν αυτούς που ο εκδοτικός οίκος τούς υποχρεώνει σε κάθε έκθεση βιβλίου να κάθονται επιδεικτικά στο περίπτερο του οίκου με μια σοβαροφάνεια στο ύφος τους λόγω ποιότητας, δυσκολεύτηκα πολύ για να εκδώσω τα τελευταία έτη βιβλίο. Το 2018, ο Κυριάκος Καραΐσκος των Εκδόσεων Διάπλαση εξέδωσε επιμελώς το προτελευταίο βιβλίο μου, Βήματα σε λιθόστρωτο, και εφέτος ο Γιάννης Τσαχουρίδης το πρόσφατο, με την επίμονη και ξεχωριστή επιμέλεια του λογοτέχνη Αντώνη Χαριστού, και τους ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό – η παρουσίασή του θα γίνει την Παρασκευή 1η Νοεμβρίου 2024, στις 6 το απόγευμα, στο βιβλιοπωλείο της Ακαδημίας «Επί λέξει», με ομιλήτριες τις κυρίες Νόπη Ταχματζίδου και Χρύσα Νικολάκη.

Τι πρέπει να γίνει για να στραφεί ο κόσμος στη λογοτεχνία;

Πρέπει η λογοτεχνία να πρωτοστατεί στις σχολικές αίθουσες του Γυμνασίου και του Λυκείου. Αν δεν κατακτήσει ο έφηβος τη συναισθηματική λειτουργία της γλώσσας, δεν μπορεί να γίνει έντιμος ενήλικας, χωρίς εγωισμό και επιθετικότητα. Εκεί έγκειται το όλο ζήτημα νομίζω και αυτό πρέπει να απασχολεί τόσο το Υπουργείο Παιδείας όσο και τον κλάδο των καθηγητών.

Διαβάζουν σήμερα οι Έλληνες;

Θα έλεγα πως όχι. Όταν κάθε οικογένεια έχει οικονομικά προβλήματα όπως είναι η ανεργία, η αγορά ενός βιβλίου δεν είναι άμεση προτεραιότητα. Υπολογίζω πως περίπου 1.500 άτομα διαβάζουν σε αυτή τη χώρα και είναι κυρίως λογοτέχνες και θιασώτες του βιβλίου, κι αυτοί οι ελάχιστοι είναι που διοργανώνουν κάθε τόσο συναντήσεις πολιτισμού σε διάφορες πόλεις, κάτι το παρήγορο.

Πώς ένιωθαν οι μαθητές όταν μάθαιναν ότι ο καθηγητής τους είναι συγγραφέας;

Διατηρώ ακόμα εικόνες χαράς και θαυμασμού από τον Ιανουάριο του 1995, στο λύκειο του Πειραιά όπου υπηρετούσα τότε, όταν παρουσιάστηκε το βιβλίο μου Χαιρετίσματα από το νότο (εκδ. Οδυσσέας) στην τηλεοπτική εκπομπή του Βασίλη Βασιλικού με επισκέπτρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Είχε γίνει ένα πανηγύρι, κι εγώ υπήρξα το κέντρο του για πολλές μέρες…

Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ.Ιντζέμπελη.