Η πρόσφατη αναγνώριση από τον πρόεδρο των Η.Π.Α., Τζο Μπάιντεν, της γενοκτονίας των Αρμενίων, διαμορφώνει μια νέα προοπτική στο τοπίο της προοπτικής της αναγνώρισης μιας σειράς ενεργειών γενοκτονίας από τις κυβερνήσεις των Νεότουρκων και του Κεμάλ στις αρχές του 20ου αιώνα. Ως γενοκτονία των Αρμενίων αναφέρονται τα γεγονότα εξόντωσης Αρμενίων πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σφαγές Αρμενίων είχαν γίνει και ενωρίτερα επί Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, το 1894-96, με τον αριθμό των νεκρών να εκτιμάται μεταξύ 80 και 300 χιλιάδων και τον αριθμό των ορφανών παιδιών σε 50.000. Ωστόσο οι πλέον εκτεταμένες σφαγές Αρμενίων αποδίδονται στο κίνημα των Νεότουρκων (1908-18). Ως έναρξη της Αρμενικής Γενοκτονίας συμβολικά θεωρείται η 24η Απριλίου του 1915, όταν η ηγεσία της Αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης φυλακίστηκε και εκατοντάδες Αρμένιοι της Πόλης απαγχονίστηκαν. Θεωρείται μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες. Τουρκικές πηγές αναφέρουν ότι ο αριθμός των νεκρών Αρμενίων ήταν από 600.000 ως 800.000, ενώ Δυτικές και Αρμενικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των σφαγιασθέντων στο 1.500.000.
Η Τουρκία αρνείται την ύπαρξη «γενοκτονίας» και ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε εξόντωση αλλά εκτοπισμός του Αρμενικού πληθυσμού. Το επίσημο τουρκικό κράτος υποστηρίζει πως οι Αρμένιοι αντάρτες υποστήριζαν τα ρωσικά στρατεύματα κατά την εισβολή τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Άλλοι αρνητές, υποστηρίζουν πως δεν υπήρξαν ενέργειες οι οποίες είχαν σκοπό την εξολόθρευση, άρα δεν πρόκειται για γενοκτονία. Σύμφωνα με τον Μουσταφά Ακιόλ, η γενοκτονία (την αποκαλεί «εθνοκάθαρση») συνέβη εξ αιτίας της κατάρρευσης της «ανεκτικής» Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της ανάδυσης του εθνικισμού. Η Γενοκτονία των Αρμενίων πραγματοποιήθηκε παράλληλα και με τον ίδιο τρόπο με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Ποντίων και των Ασσυρίων (Νεστοριανών χριστιανών).
Εκτός από τη δολοφονία ανθρώπων, η γενοκτονία περιλάμβανε και την απαγωγή γυναικών και παιδιών τα οποία εξισλαμίζονταν, άλλαζαν ονόματα και ενσωματώνονταν σε νοικοκυριά μουσουλμάνων (Τούρκων, Κούρδων, Αράβων κ.ά.) ως σύζυγοι ή σκλάβοι. Σύμφωνα με τα έθιμα των τοπικών φυλών, για να αποφεύγονται οι αποδράσεις, οι σκλάβοι μαρκάρονταν με τατουάζ στο πρόσωπο ή το λαιμό. Πόλεις όπως η Χαρπούτ (Δυτική Αρμενία) και η Μεζρέ (Αν. Τουρκία) είχαν γίνει κέντρα εμπορίας Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων σκλάβων. Εκεί, όπως αναφέρεται σε πηγή της εποχής “οι πλέον επιθυμητές γυναίκες, κυρίως αυτές από πλούσιες οικογένειες, ζητούνταν από τοπικούς μουσουλμάνους και ελέγχονταν από γιατρούς για αρρώστιες κτλ.“. Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέλαβαν οι σύμμαχοι απελευθερώθηκαν πάνω από 90.000 ορφανά Αρμενίων από την Τουρκία, τη Συρία, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Αρμενία και τη Γεωργία.
Είναι γνωστή, λοιπόν, διεθνώς η γενοκτονία του αρμενικού λαού, αλλά δεν είναι εξίσου γνωστή στη διεθνή κοινότητα η μεθοδευμένη εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου την περίοδο 1916-1923, που είχε τις ίδιες αναλογίες ποσοτικά και ηθικά με τη γενοκτονία των Αρμενίων. Από τους 697.000 Πόντιους που ζούσαν το 1913 στον Πόντο, περισσότεροι από 353.000, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από το 50%, θανατώθηκαν μέχρι το 1923 από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς στις πόλεις και τα χωριά, στις εξορίες και τις φυλακές, καθώς και στα τάγματα εργασίας, τα λεγόμενα «αμελέ ταμπουρού». Η φύση και η μέθοδος της εξαπόλυσης συστηματικών διώξεων κατά των Ελλήνων του Πόντου, σύμφωνα με τον έγκριτο καθηγητή Κωνσταντίνο Φωτιάδη, εξυπηρετούσε μόνο τη συγκεκριμένη πρακτική πολιτική σκοπιμότητα της εκκαθάρισης της Μ. Ασίας από το ελληνικό στοιχείο. Οι εξορίες των κατοίκων ολόκληρων χωριών, οι εξοντωτικές οδοιπορίες μέσα στο χιόνι των γυναικόπαιδων και των γερόντων -οι άνδρες βρίσκονταν ήδη στα τάγματα εργασίας ή στο στρατό- συνετέλεσαν ώστε πολλοί να πεθάνουν από τις κακουχίες. Η κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου επιδεινώθηκε, όταν ο ελληνικός στρατός στις 15 Μαΐου 1919 κατέλαβε τη Σμύρνη και ένα μέρος της ενδοχώρας. Ο ίδιος ο Κεμάλ στις 19 Μαΐου 1919 οργάνωσε τη δεύτερη φάση των διωγμών, όταν αποβιβάσθηκε στη Σαμψούντα.
Με τη Συνθήκη της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923, ορίστηκε ως σύνορο μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας ο ποταμός Έβρος. Ήδη στις 30 Ιανουαρίου του ίδιου έτους είχε υπογραφεί στη Λωζάννη η σύμβαση περί ανταλλαγής των πληθυσμών. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των Ποντίων είχε ήδη εγκαταλείψει την περιοχή πριν από τη σύμβαση, ενώ πολλοί κατέφυγαν στις παραλιακές πόλεις για να επιβιβασθούν σε πλοία για την Ελλάδα. Όπως σημειώνει ο Κ. Φωτιάδης, τα Αρχεία των κυβερνήσεων της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς και οι εκθέσεις διεθνών οργανισμών πιστοποιούν το μέγεθος και το είδος του διωγμού που υπέστησαν οι Έλληνες του Πόντου». Συνολικά, ο παρευξείνιος ελληνισμός της Μ. Ασίας εξοντώθηκε κατά την περίοδο 1914-1924 ή ακολούθησε το δρόμο της διασποράς προς την Ευρώπη, την Αμερική και την Περσία (Ιράν), τη Σοβιετική Ένωση και την Ελλάδα.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς Πόντιος για να αναγνωρίσει τα κατορθώματα των ανθρώπων αυτών που δεν ανέχθηκαν να παραμένουν ανέστιοι και πένητες στη χώρα που αναγνώριζαν ως πατρίδα τους. Είναι τεράστια σε μέγεθος και σημασία τα βήματα που έκαναν οι Πόντιοι για να καταφέρουν να ξαναφτιάξουν όσα έχασαν, αλλά εξίσου μεγάλη, αν όχι μεγαλύτερη, η προσφορά τους στην ανασυγκρότηση και πρόοδο της χώρας μας. Μπορεί να έχασαν τα υπάρχοντά τους, αλλά την παράδοσή τους, τον πολιτισμό και την συνείδησή τους οι Πόντιοι δεν τα ξέχασαν. Και με όπλο αυτή τη συσπείρωσή τους, μπόλιασαν και τους υπόλοιπους έλληνες με την αδάμαστη και ακατάβλητη θέλησή τους για πρόοδο και προκοπή. Αξίζει να το θυμόμαστε αυτό, όχι μόνο στις 19 Μαΐου, ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ποντίων, αλλά και κάθε μέρα!